Συνέντευξη της σκηνοθέτιδος Δώρας Μασκλαβάνου για την ταινία της «Πολυξένη»
– Η Πολυξένη δείχνει αρκετά αποφασιστική για να αρνείται την προκαθορισμένη ζωή της αλλά δεν καταφέρνει να ξεφεύγει από άλλες παγίδες, παρότι είναι μορφωμένη. Πώς θα περιγράφατε αυτό το ενδιαφέρον μείγμα δύναμης και αδυναμιών της πρωταγωνίστριάς σας και πώς αισθάνεστε για τη θέση της γυναίκας σήμερα;
Η Πολυξένη υιοθετήθηκε στα 12. Και υπό αίρεση. Έπρεπε να αποδεικνύει κάθε μέρα με την εργατικότητα, την υπακοή, τη σιωπή της, ότι είναι άξια της επιλογής των γονιών. Στα 12 όμως, οι μνήμες, οι αγάπες, οι πληγές, οι επιθυμίες, είναι ζωντανές, ενεργές. Μπορεί να μην της επιτρέπεται να μιλά γι αυτά, αλλά τα σκέφεται, τα στερείται, και τα θρέφει μέσα της. Της προσφέρεται μόρφωση, αλλά όχι διαμόρφωση και ελευθερία. Δεν της προσφέρουν οπλισμό ώστε να διακρίνει, να προφυλάσεται, να υπερασπίζεται. Γι αυτό δρα οργανικά, με ορμή. Επίσης, βρισκόμαστε στο 1970. Μια φορτισμένη, επισφαλή ακόμη περίοδο για τους Έλληνες της Πόλης. Οι επιφανείς γονείς, αναλαμβάνουν την Πολυξένη και για πολλούς δικούς τους λόγους. Πλούσιοι, άκληροι, μεσήλικες. Μετρούν και αξιολογούν τα κοινά ωφέλη με άλλες σταθερές, όπου εκείνη δεν συμμετέχει, δεν συναποφασίζει. Μια άριστη προδιαγραφή, μια αγαθή απόφαση, μια χρυσή υπόσχεση, λειτουργεί σαν δηλητηριασμένο δώρο. Από ένα ζευγάρι ευγενών, αξιόπιστων ανθρώπων. Μια χημεία που δεν λειτούργησε. Σε μια παλαιότερα αξιοζήλευτη αλλά τώρα κυνηγημένη, πληγωμένη κλειστή ελληνική κοινότητα, η Πολυξένη ανατρέφεται μεταξύ κόρης, ψυχοκόρης και επιλεγμένης υπηρέτριας. Η υπακοή και η ευγνωμοσύνη είναι ο ρόλος της. Γι αυτό ξεσπά όταν αισθάνεται ότι κινδυνεύει. Η οργανική αντίδραση είναι ο τρόπος της. Και το καθαρό αίσθημα. Όχι το συναίσθημα γενικώς. Τώρα, αν η Πολυξένη ήταν αγόρι, όλα θα εξελίσσονταν αλλιώς. Γι αυτό, είναι λυπηρό που θέτουμε αυτό το ζήτημα ακόμη και σήμερα. Η θέση και η αυτοδυναμία της γυναίκας στον περισσότερο κόσμο πάντα θα αμφισβητείται, θα κρίνεται, θα εμποδίζεται.
– Η ταινία σας έχει βασιστεί σε πραγματικά γεγονότα. Ποια ήταν τα στοιχεία που σας έκαναν να αποφασίσετε να μετατρέψετε μία ιστορία σαν αυτή σε ταινία;
Ο πυρήνας της ταινίας είναι μια πραγματική ιστορία. Ένα ορφανό κορίτσι μεταφέρεται από την Ελλάδα στην Κωνσταντινούπολη στα 12. Αναγκάζεται να αποχωριστεί τον αδερφό της και καλείται χωρίς όρους να τον ξεχάσει. Τί βάρος είναι αυτό; Πώς να το διαχειριστεί ένα μικρό κορίτσι; Είναι μια προσωπική τραγωδία, μια εξ ορισμού πικρή ζωή. Οι πληγωμένοι άνθρωποι που δεν έχουν όπλα να διεκδικήσουν τις επιθυμίες τους, γιατί βρίσκονται μόνοι σε άγνωστο περιβάλλον, έδαφος, συνθήκη, αλλά παλεύουν γι αυτές με ό,τι έχουν και χτυπούν στον τοίχο, με αφορούν. Γι αυτό η Πολυξένη είναι για μένα ένας μοιραίος άνθρωπος της ζωής μου πλέον. Όχι μια γυναίκα της μοίρας, αλλά μια μοιραία γυναίκα, με αναλλοίωτη πίστη και καρτερία γι’ αυτά που αγαπά. Μ’ αυτά πορεύεται και μ’ αυτά φεύγει. Μια ζηλευτή αληθινή ηρωίδα που θα διανύσει την μικρή ζωή της αφοσιωμένη σ’ αυτά που πρωτοαγάπησε. Όλη αυτή την πολύ φορτισμένη συνθήκη, προσπαθήσαμε κατ΄αρχήν με την Κάτια Γκουλιώνη, την ψυχή της ταινίας ως Πολυξένη και με τον Claudio Bolivar τον διευθυντή φωτογραφίας, τον σκηνογράφο μας Γιώργο Γεωργίου, την ενδυματολόγο μας Δέσποινα Χειμώνα, τον μακιγιέρ μας Γιάννη Παμούκη, όλους του συνεργάτες των τμημάτων της ταινίας, να τη στήσουμε, να την αναστήσουμε δηλαδή. Να βρούμε την ατμόσφαιρα, τους τόνους και τα χρώματά της, τον παλμό της. Να ανακαλύψουμε την Πολυξένη και να ζήσουμε μαζί της, να παρασυρθούμε απ’ αυτήν.
– Η Πολυξένη θέτει θέματα διαφορετικότητας, αποξένωσης και δυσκολίας ένταξης. Σας επηρέασε η μεταναστευτική κρίση στην Ελλάδα;
Η μεταναστευτική κρίση στην Ελλάδα επηρεάζει την ψυχή μας και οδηγεί πλέον και την καθημερινότητά μας. Δεν είναι ένα ουρανοκατέβατο ζήτημα που μας έτυχε, που μας φορτώθηκε. Εξάλλου είναι μπούμερανγκ. Χιλιάδες Έλληνες και σήμερα ψάχνουν διέξοδο έξω απ’ τη χώρα τους. Μας φαίνεται ξαφνικό γιατί το βιώνουμε τώρα, ενώ είναι αιώνιο. Ύστερα το αίσθημα του ανεπιθύμητου, του κατώτερου, του περιφρονημένου ξένου, που αγωνίζεται να σταθεί στον κόσμο, για μας αποτελεί μια αλήθεια πολύ βαθειά, το έχουμε στη μνήμη μας, στο αίμα μας. Αλλά η ανθρώπινη φύση, είναι και θερμή και άπονη, θρέφει την αγάπη και την εκδίκηση. Έτσι ήταν πάντα και θα είναι. Η ανακύκληση της ζωής μας.
– Η έλλειψη εμπιστοσύνης είναι κεντρικό ζήτημα στην Πολυξένη. Γιατί είναι πάντα τόσο δύσκολη υπόθεση η εμπιστοσύνη στις ανθρώπινες σχέσεις;
Η ΠΟΛΥΞΕΝΗ είναι μια ταινία για την εμπιστοσύνη. Αυτό είναι το πιο πολύτιμο αίσθημα στη ζωή. Έτσι λέω εγώ και το βλέπω όσο μεγαλώνω. Στην εμπιστοσύνη, εμπεριέχονται όλα. Η αγάπη, ο έρωτας, η πίστη, η ζήλεια… Όλα τα δυνατά ανθρώπινα αισθήματα, είναι μικτά, ανταγωνιστικά. Μπορούν να γλυκάνουν και να πικράνουν τους ανθρώπους. Η εμπιστοσύνη, είναι ένα αίσθημα απόλυτο και γιατρευτικό. Για αυτό είναι σπάνιο. Και μπορεί να ‘ρθει από κει που δεν φαντάζεσαι. Το προσφέρεις σε κάποιον γιατί τον αγαπάς ερήμην σου. Η Πολυξένη ακουμπάει στον Κερέμ ψάχνοντας την εμπιστοσύνη. Κι αυτός ανταποκρίνεται χωρίς όρους και επεξεργασίες. Όπως τα σκυλιά στο δρόμο. Αναγνωρίζουν από ένστικτο το ένα στο άλλο, τον κοινό τους τόπο, την κοινή τους πληγή, ανάγκη. Και παν μαζί.
– Έχετε ενσωματώσει λειτουργικά την παιδική χορωδία Posarte. Ποιος είναι ο ρόλος της μουσικής στην Πολυξένη;
Όταν ξεκίνησε η επιθυμία να κάνουμε την ταινία, συχνά ένοιωθα την ΠΟΛΥΞΕΝΗ σαν ηρωίδα μιας όπερας, η ιδιοσυστασία και οι συνθήκες της, παρήγαγαν μέσα μου μια τόσο δυνατή δραματική ύλη, λουσμένη σε μουσικές. Στην ταινία βέβαια, χρησιμοποιήσαμε αυτό που κρίναμε με τον Νίκο Κυπουργό πως είχε ανάγκη. Τίποτα περισσότερο. Μελωδίες, που να ταιριάζουν στην απλότητα, την παιδικότητα, τη μοναξιά, τη μνήμη της. Η ROSARTE, ευτυχώς για μας, ήρθε να στολίσει την ταινία, πήρε στους ώμους της την κατάληξη όλης της ιστορίας, την απογείωσε.
– Ποια είναι τα μελλοντικά σας σχέδια
Θέλω να καταφέρω να κάνω άλλη μια ταινία, πάλι για έναν ήρωα που τα έκανε θάλασσα και πάσχει να βρει τη θέση του. Γι αυτόν που δεν του δίνουν σημασία στο δρόμο, τον μοναχό και χαμένο. Και να του προσφέρω με τον τρόπο και τις δυνατότητές μου, όλο το δικαίωμα της ζωής. Και μετά να κάνω άλλη μία και μετά άλλη μία… Δεν το θεωρώ αυταπόδεικτο, ούτε φυσικό. Είναι μια σκληρή απόφαση κάθε φορά, απλώς είναι αναγκαία για μένα. Και για όποιον θέλει να κάνει ταινίες. Παρασύρεις τους συνεργάτες και τους φίλους σου απ’ την αρχή. Γιατί όσο κι αν εσύ ξεκινάς την ιδέα και την επιθυμία μιας ταινίας, δεν υπάρχει δουλειά πιο συλλογική απ’ το σινεμά. Έχεις απόλυτη ανάγκη απ’ την πίστη και την προσφορά κάθε συντελεστή της ταινίας. Και πάνω απ’ όλα απ΄τη ζωντανή της ύλη. Τους ηθοποιούς. Που για μένα είναι το πιο αγαπημένο και ασφαλές κομμάτι της.