Συνέντευξη με τον συγγραφέα Αλέξη Πανσέληνο
-Είστε ένας πολυβραβευμένος συγγραφέας και το έργο σας έχει εκτιμηθεί ιδιαίτερα. Τι επηρέασε περισσότερο την απόφασή σας να ακολουθήσετε τη συγγραφική πορεία; Πόσο συνέβαλλε σε αυτό η παρουσία του συγγραφέα πατέρα σας Ασημάκη Πανσέληνου;
Γεννήθηκα μια εποχή που ο κόσμος διάβαζε βιβλία και έβλεπε θέατρο και σινεμά. Στο σπίτι υπήρχε βιβλιοθήκη και τα δώρα μου στις γιορτές ήταν βιβλία. Μαγεύτηκα από πολύ μικρός από τη λογοτεχνία και άρχισα να γράφω από την πρώιμη εφηβεία μου. Και οι δυο γονείς μου έγραφαν. Στο σπίτι μπαινόβγαιναν ποιητές, ζωγράφοι και συγγραφείς, η ατμόσφαιρα ήταν πολύ έντονα χρωματισμένη από την παρουσία της τέχνης σε όλες της τις μορφές και είχα έτσι την ευκαιρία να αναπτύξω πολύ νωρίς το ταλέντο του συγγραφέα. Έγραφα τα νεανικά μου έργα σίγουρος ότι μεγαλώνοντας αυτή θα ήταν η κύρια απασχόλησή μου και η ζωή μου.
-Πως επιλέγετε τους χαρακτήρες των βιβλίων σας; Πόσο η σκληρότητα και η ατέλεια τους σας εμπνέουν και ποιο το περιθώριο που αφήνετε στα έργα σας στην αισιοδοξία της ζωής;
Το βλέμμα μου είναι ρεαλιστικό. Η γραφή μου μπορεί να παίζει παιχνίδια φαντασίας, αλλά την χρησιμοποιεί για να εντείνει την καθαρή ματιά πάνω στους ανθρώπους και στη ζωή. Κανείς από τους ήρωές μου δεν είναι σκληρός, οι άνθρωποι είναι και το ένα και το άλλο και πολλές φορές η σκληρότητα σκεπάζει τον φόβο και την αδυναμία. Και οι άνθρωποι είμαστε ατελείς. Αυτό μας καθιστά ανθρώπινους. Οι αδυναμίες μας, τα λάθη μας, συμπλέκονται με τα όνειρά μας, με την αγάπη, με τον φόβο του θανάτου, με τα ιδεώδη μας που ακόμα κι όταν η αδυναμία μας τα προδίδει, μένουν μέσα μας σαν μια ανεπούλωτη, μια ανοιχτή πληγή. Η ζωή είναι αφ’ εαυτής μια αισιόδοξη κατάσταση. Όσο κανείς ζει πασχίζει, ελπίζει, ονειρεύεται – αυτό είναι η αισιοδοξία.
– Σας αρέσει να αλλάζετε τους αφηγηματικούς σας τρόπους, να πειραματίζεστε ως προς τη μορφή;
Για την ακρίβεια δεν μου αρέσει να επαναλαμβάνομαι. Η μορφή του κάθε βιβλίου μου προσπαθώ να διαφέρει. Αυτό συμβαίνει επειδή κάθε φορά επιλέγω μια θεματική η οποία απαιτεί από μόνη μια φόρμα διαφορετική. Το θέμα καθορίζει τη φόρμα, το θέμα έχει τις δικές του απαιτήσεις, υπηρετείται πιο αποτελεσματικά από μια συγκεκριμένη τεχνική, ένα διαφορετικό ύφος. Μπορεί οι προσωπικές εμμονές μου να μην αλλάζουν, αλλά υπάρχουν χίλιοι διαφορετικοί τρόποι να τις εξετάσω – και αυτό κάνω. Εν τέλει το ίδιο βιβλίο γράφω κάθε φορά και ένας ευαίσθητος αναγνώστης μπορεί να το καταλάβει αυτό.
-Σήμερα ένα μεγάλο μέρος των Ελλήνων δοκιμάζεται λόγω της οικονομικής κρίσης. Πιστεύετε ότι η τέχνη και ειδικότερα η λογοτεχνία έχει επηρεαστεί θετικά ή αρνητικά;
Η οικονομική κρίση που περνάμε δεν είναι κάτι νέο. Έχει ξαναΰπάρξει, για να μη σας πω πως ουδέποτε έπαψε να υπάρχει. Με τον ένα ή με τον άλλο τρόπο η κοινωνία στην Ελλάδα και σε πολλές άλλες χώρες κρίση βιώνει. Η ιστορία, οι ανθρώπινες κοινότητες, οι λαοί, οι χώρες, σε μόνιμη κρίση βρίσκονται. Η ιστορία είναι η διαδρομή και οι αλλεπάλληλες μεταλλάξεις αυτής της κρίσης. Και η λογοτεχνία έχει τον διπλό ρόλο – από τη μια να την απεικονίζει και από την άλλη συμβολοποιώντας την να την μετατρέπει σε παραμυθία, σε ένεση αισιοδοξίας για το μέλλον και σε ανάσα – γιατί η ομορφιά της ζωής και του κόσμου εξακολουθούν να υπάρχουν και να μας στηρίζουν ακόμα και στις αθλιότερες, στις πιο αντίξοες συνθήκες. Ο τόπος πέρασε μια δεκαετία Κατοχής και Εμφύλιου και οι άνθρωποι που έζησαν αυτές τις άγριες εποχές κατάφεραν να δημιουργήσουν και να ελπίσουν, να παλέψουν και να ξεπεράσουν την καταστροφή. Δεν βλέπω γιατί δεν θα ξεπεραστεί και η παρούσα κρίση.
-Η καταγωγή σας είναι από τη Λέσβο; Ποια είναι η εικόνα που έχετε για το νησί μετά από το προσφυγικό κύμα που το έχει κατακλύσει τα τελευταία χρόνια;
Με τη Λέσβο έχω μια απόμακρη αλλά πολύ αγαπητική σχέση. Δεν γεννήθηκα εκεί, στην Αθήνα γεννήθηκα, και μάλιστα στο κέντρο της πόλης και τη Λέσβο την επισκέφτηκα σχετικά λίγες φορές και πάντα σαν τουρίστας περισσότερο παρά σαν γηγενής που επιστρέφει στον τόπο του. Είχα επισκεφτεί την προπερασμένη άνοιξη το νησί, την εποχή που είχε λειτουργήσει το κέντρο της Μόριας, οι πρόσφυγες και οι μετανάστες είχαν ήδη απομακρυνθεί από το λιμάνι, όπου φαίνεται πως είχε δημιουργηθεί και το οξύ πρόβλημα για τους κατοίκους της Μυτιλήνης, αλλά το θέαμα του στρατοπέδου στη Μόρια, με τους ψηλούς τοίχους και τα αγκαθωτά συρματοπλέγματα στους φράχτες, όπως και τα τσιμεντένια αμπρί όπου έμεναν αυτοί οι άνθρωποι, σου πάγωναν την καρδιά. Φαίνεται πως η κατάσταση έχει χειροτερέψει πολύ από τότε. Και το πράγμα είναι και λυπηρό και εξοργιστικό μαζί.
-Το τελευταίο βιβλίο σας «Ελαφρά Ελληνικά Τραγούδια» αναφέρεται στην εποχή 1950-1953, μια εποχή που στιγματίστηκε από την εκτέλεση του Μπελογιάννη, μία εποχή που οι πληγές του εμφυλίου παρέμεναν ανοιχτές, αλλά παράλληλα υπήρχε η ελπίδα της ανοικοδόμησης της χώρας, η ανάγκη για ασφάλεια και ανεμελιά. Τι σας ώθησε να επιλέξετε να περιγράψετε, με ιδιαίτερη μάλιστα επιτυχία, την εποχή αυτή;
Στα “Ελαφρά ελληνικά τραγούδια” προσπαθώ να δω την ιστορία του τόπου στο σύνολό της από το τέλος του Εμφύλιου ως σήμερα. Με απασχολεί η οικοδόμηση μιας μεταπολεμικής και μετεμφυλιακής χώρας με τη μορφή την οποία της προσέδωσε η νικήτρια παράταξη συντηρώντας την οξύτητα και οι καταστροφικές παθογένειες που μας έφεραν στη σημερινή κρίση η οποία πολύ περισσότερο από οικονομική είναι ηθική και πολιτική ταυτόχρονα. Έτσι το νοσταλγικό βλέμμα πάνω στην Αθήνα της παιδικής μου ηλικίας, χρωματίζεται από την συνειδητοποίηση της στρεβλής ανάπτυξης της κοινωνίας μας που βασίστηκε στη διαίρεση και εμπόδισε να σχηματιστεί μέσα μας η συνειδητοποίηση ότι ανήκουμε στην ίδια κοινωνία και ότι οι πράξεις μας αφορούν το σύνολο και όχι μόνο τον καθένα από μας. Τα ελαφρά τραγούδια της εποχής εκείνης ήταν η κραυγή του καθημερινού ανθρώπου για ομορφιά, για αισιοδοξία, για γαλήνη και για πρόοδο. Το μυθιστόρημά μου δεν είναι η ηθογραφία της δεκαετίας του 50. Είναι η ανατομία της σημερινής αδιέξοδης κατάστασης, της πτώχευσης, της απαξίωσης της πολιτικής σκέψης και της πολιτικής δράσης, της μισαλλοδοξίας και της έλλειψης στόχων. Πρέπει να μπορεί να δει κανείς μέσα από τις γραμμές αυτής της ανάλαφρης, αποστασιοποιημένης αφήγησης που πραγματοποιώ εκεί, όπως πίσω από τις ξένοιαστες μελωδίες, τους κεφάτους ρυθμούς και τα συχνά ανόητους στίχους των τραγουδιών της δεκαετίας του 50 πρέπει να ακούσει τον παλμό της ελπίδας των ανθρώπων που είχαν για μια ολόκληρη δεκαετία από το 1940 ματώσει και βιώσει το σκοτάδι και την απελπισία.
-Ποιο μήνυμα θα θέλατε να περάσετε στους συγγραφείς της νεώτερης γενιάς;
Ο συγγραφέας πρέπει να στέκει με θάρρος απέναντι στον καθρέφτη που είναι η τέχνη του. Να βλέπει καθαρά το πρόσωπό του, να αρνείται τις μεταμφιέσεις που τον κολακεύουν και να αναγνωρίζει στην εικόνα του την εικόνα της ίδιας της κοινωνίας που τον περιβάλλει. Πρέπει επίσης να μην ξεχνά πως η τέχνη έχει τους κανόνες της και πως το βασικό εργαλείο του συγγραφέα είναι η γλώσσα.
H συνέντευξη δημοσιεύτηκε στα αγγλικά http://www.greeknewsagenda.gr/index.php/interviews/reading-greece/6856-alexis-panselinos