Συνέντευξη Γεωργουσόπουλου
– Mπορούμε να μιλήσουμε για ένα σύντομο ιστορικό του ελληνικού θεάτρου από συστάσεως ελληνικού κράτους?
Από συστάσεως ελληνικού Κράτους, έχετε δίκιο, υπάρχει επίσημη ιστορία θεάτρου. Η έννοια όμως θεατρικό έργο προηγείται της συστάσεως του ελληνικού Κράτους. Καταρχήν υπάρχει ένας μεγάλος άνθρωπος του Ελληνικού θεάτρου, ο Σπύρος ο Ευαγγελάτος που βρήκε θεατρικά έργα του 1300, του 1400. Υπάρχει επομένως ένα βάθος θεατρικής υπόστασης. Αλλά βεβαίως από συστάσεως του ελληνικού Κράτος έπρεπε να ανακαλύψουμε το Θέατρο από την αρχή, γιατί η Τουρκοκρατία το είχε εμποδίσει, και όχι μόνο. Πρέπει να πούμε και μερικές αλήθειες που αφορούν την Ορθοδοξία, που βρισκόταν κάτω από περισσότερες σκιές ανατολίτικης παράδοσης. Αυτό σημαίνει ότι βάρυνε πολύ η Εβραϊκή άποψη, (Παλαιά Διαθήκη). Ας μην ξεχνάμε ότι είχαμε την περίοδο της Εικονομαχίας και της Εικονολατρίας, αυτό τί σημαίνει; Δεν παριστάμεθα, δεν μιμούμεθα, «ου ποιήσεις σε αυτώ είδωλον, ουδέ παντός ομοίωμα», όχι μόνο θέατρο δεν υπήρχε, ούτε καν εικόνες, ούτε καν αγάλματα, καταστράφηκαν τα πάντα, τα ζωγραφικά μνημεία της Εκκλησίας την εποχή εκείνη, καθώς η Ορθοδοξία μισούσε τη μίμηση. Ο Ιωάννης ο Χρυσόστομος μιλούσε από τον άμβωνα κάνοντας επίθεση στο Θέατρο, μας δίνει πολύτιμες πληροφορίες ωστόσο, υπάρχει κήρυγμά του εναντίον του μακιγιάζ, αλλά έχουμε και μερικές αντιφάσεις. Όταν ο Βασίλειος κι ο αδελφός του ο Γρηγόριος έρχονται στην Αθήνα, βλέπουν τραγωδία, δεν την είχε διαλύσει ο Θεοδόσιος. Αυτοί γυρίζουν πίσω κι είχε αρχίσει τότε μια κρίση ως προς την προσέλευση τού κοινού στην Εκκλησία. Στην Κωνσταντινούπολη τότε υπήρχαν θεάματα, ο κόσμος δεν πήγαινε Εκκλησία, κι έπρεπε να βρεθεί ένας τρόπος να «ερεθίσουμε» το κοινό να πάει στην Εκκλησία. Και τότε ο Βασίλειος που είχε δει τραγωδία, κάθεται και γράφει τη Λειτουργία, η οποία μιμείται το αρχαίο θέατρο. Όχι μονάχα αρχιτεκτονικά, δηλ. οι 3 Πύλες, όχι μονάχα οι περίακτοι, δηλαδή οι κινητές εικόνες, αριστερό και δεξιό ημιχόριο (αριστερό και δεξιό ψαλτήρι), ο σολέας, που δεν είναι τίποτ΄άλλο από μισή ορχήστρα κτλ.
Πίσω από όλα αυτά βεβαίως υπάρχει ένα σκοτάδι, δεν υπάρχει καμία εξέλιξη. Η Ευρώπη, έχει μια τεράστια ιστορία Θεάτρου κι εμείς δεν είχαμε καμία παράδοση, αυτομάτως μεταφέραμε τις αισθητικές και τις πρακτικές του ευρωπαϊκού θεάτρου και κυρίως του Ιταλικού. Άλλωστε υπήρχε πίσω και η παράδοση και του Επτανησιακού και του Κρητικού Θεάτρου, που ήταν πιο κοντά στην ευρωπαϊκή παράδοση, άρα λοιπόν το νεοελληνικό Θέατρο είναι μεταπράτης. Πέρασαν πάρα πολλά χρόνια για να μπορέσουμε ν΄ ανακαλύψουμε την τραγωδία, ως δικό μας είδος και να βρούμε τρόπους να την παριστάνουμε. Η Ευρώπη δεν καταλάβαινε τίποτε από το χορό, έγραφαν τραγωδίες χωρίς το χορό. Δεν καταλάβαιναν τίποτα από το χορό. Δε μπορούσαν ποτέ να διανοηθούν ότι τα μεγάλα πάθη εκτυλίσσονται ενώπιον του κοινού και κρίνονται από αυτό. Αυτή ήταν και η τεράστια περηφάνεια της Δημοκρατίας, γι΄αυτό και το ευρωπαϊκό θέατρο κλείστηκε μες το σαλόνι, όπου κανείς δε μαθαίνει ποτέ τί γίνεται από έξω. Άργησαν πολύ να ανακαλύψουν την δημοκρατικότητα της εν υπαίθρω έκθεσης των ανθρωπίνων παθών, κάτω από το θόλο του ουρανού.
– Ποια είναι η θέση του νεοελληνικού έργου σήμερα?
Έχουμε πολύ σημαντική θεατρική περιουσία, όχι μόνο τους κλασικούς, Ξενόπουλος κτλ, αλλά και μετά το ’50 που ουσιαστικά κυριαρχεί η ομάδα που ηγείται ο Καμπανέλλης. Έχουμε 12-15 ονόματα που δεν είναι καθόλου κατώτερα από τους μεγάλους της Ευρώπης. Η Ευρώπη δεν έχει μεταπολεμική παράδοση. Εμείς έχουμε από τον Καμπανέλλη μέχρι το Χρυσούλη και το Μανιώτη που έχουν σημαντικό έργο. Το έργα αυτά κάποτε ανεβαίνανε, επί δικτατορίας. Εγώ πιστεύω ότι δε θα είχε κανένα νόημα να κάνω αυτή τη δουλειά αν δεν υπερασπιζόμουν το νεοελληνικό έργο. Κι είναι και επιταγή του Ιδρυτικού Νόμου του Εθνικού Θεάτρου του 1932, του Γεωργίου Πανανδρέου που ήταν τότε Υπουργός Παιδείας, αυτός ίδρυσε το Εθνικό Θέατρο. Κύριος σκοπός ήταν η μύηση του ελληνικού κοινού στην παγκόσμια δραματουργία και η υπεράσπιση του νεοελληνικού έργου. Στη δική μου εποχή, αυτό γινότανε. Και μέσα σε αυτά τα δύσκολα χρόνια, η ελληνική αντίληψη, η αντιστασιακή συνείδηση, η ηθική αντιπαράθεση με τη Χούντα πέρασε μέσα από τα μεγάλα έργα. (Καμπανέλλης, Μάτεσης, Διαλεγμένος, Μουρσελάς). Αυτά τα έργα παίχτηκαν εκείνη την εποχή, ακόμα και από τα κρατικά κανάλια. Τώρα, γιατί σήμερα δεν παίζονται έργα […]Μπορώ να το καταγγείλω. Δεν είναι δυνατόν να έχει πεθάνει ο Μάτεσης, ο Μουρσελάς, η Αναγνωστάκη, και να μην έχει παιχτεί από το Εθνικό κανένα τους έργο. Είναι αδιανόητο. Όταν στην Αγγλία στο Βασιλικό Θέατρο, παίχτηκε έργο της Sarah Kane που ήταν 21 ετών.
– Θα θέλατε να μας μιλήσετε για το είδος της Επιθεώρησης και πως απαξιώθηκε σταδιακά;
Είναι τεράστιο το θέμα που θέτετε. Ένα από τα κύρια χαρακτηριστικά της θεατρικής μας ιστορίας ήταν η Επιθεώρηση. Έκανε κριτική. Όμως καταργήθηκε. Η Επιθεώρηση είναι ένα μεγάλο ελληνικό είδος. Δεν υπάρχει στην Ευρώπη το είδος της Επιθεώρησης. Αλλά αυτό το είδος έφθινε λόγω τηλεόρασης. Μετά ήρθε ο περιοδικός Τύπος, οι πρωινές εκπομπές, άρχισαν να αλλοιώνουν το παλιό υλικό που γινόταν αντικείμενο σάτιρας.
– Ποια είναι η θέση του ελληνικού θεατρικού έργου στην Ελλάδα;
Σήμερα για την κρίση στο θέατρο, όπως και να το κάνουμε, ευθύνεται το Κράτος γιατί έπαψε να υπάρχει η κρατική επιχορήγηση. Ήμουν ο άνθρωπος που ίδρυσε τις επιχορηγήσεις, ίδρυσα τα ΔΗΠΕΘΕ, τα ΔΗΠΕΘΕ στηρίχτηκαν στο ελληνικό ρεπερτόριο, και τις επιχορηγήσεις του ελεύθερου θεάτρου, που δημιουργήθηκαν θίασοι που αφοσιώθηκαν στο μεγάλο θέατρο. Ήταν το Αμφιθέατρο του Ευαγγελάτου, του Ανοιχτό Θέατρο του Μιχαηλίδη, το Θέατρο του Αντύπα, του Αρμένη, αυτά δεν υπάρχουν πια. Αυτά όμως έκαναν ρεπερτόριο ελληνικό. Ήταν η Στοά, πού ήταν το Ιερατείο του ελληνικού θεάτρου, ήταν κι ο Κουν. Δεν υπάρχουν πια αυτοί. Υπάρχουν όμως ελληνικά θεατρικά έργα, πολύ αξιόλογα στα συρτάρια.
– Ποια είναι η γνώμη σας για το φεστιβάλ της Επιδαύρου;
Είχα την τύχη να είμαι στην πρεμιέρα των Επιδαυρίων το 1954, στον Ιππόλυτο του Ροντήρη, από τότε είμαι μέσα την Επίδαυρο, αυτά τα 60 χρόνια. Έχω δει τα πάντα και βλέπω κάθε φορά με μεγάλη μου θλίψη μια καθίζηση. Μέχρι το 1960 υπήρχε κλιμάκιο αρχαίου δράματος μέσα στο Εθνικό Θέατρο, άνθρωποι που αποκλειστικά ασχολιόντουσαν με αυτό. Ετοίμαζαν την παράσταση της Επιδαύρου του καλοκαιριού, από το Σεπτέμβριο. Αυτό έφτιαξε ο Ροντήρης. Είχαν ασκηθεί σε αυτό το είδος, και πήγαν την αρχαία τραγωδία στο θέατρο των Εθνών, πήγαν στο Λονδίνο, τη Νέα Υόρκη. Οι άνθρωποι του εξωτερικού ζήλευαν το χώρο, και τους ηθοποιούς, κάποια στιγμή αυτό άρχισε να φθίνει. Μιμήθηκαν κάποιοι τη σκηνή του αστικού θεάτρου, είδαμε καρέκλες, κρεβατοκάμαρες στην Επίδαυρο. Δεν πρέπει όμως να είναι έτσι. Αυτά είναι ευκολίες. Τα πρόσωπα των τραγωδιών είναι μυθικά πρόσωπα. Το αρχαίο δράμα έχει κατέβει στο επίπεδο της τηλεοπτικής αντίληψης, της καθημερινότητας. Δεν πρέπει να είναι έτσι.
– Έχει θέση σήμερα το Ελληνικό Θέατρο μέσα στο ξένο ρεπερτόριο?
Θα μπορούσε να είχε και μάλιστα να έχει και διακριτή θέση. Πριν από περίπου 8 με 9 χρόνια το Υπουργείο Πολιτισμού ανέθεσε στην εταιρία ελλήνων θεατρικών συγγραφέων να επιλέξει 30 έργα της νεοελληνικής δραματουργίας για να μεταφραστούν στις ευρωπαϊκές γλώσσες. Ήμουν Πρόεδρος αυτής της Επιτροπής. Επιλέξαμε 30 έργα. Αυτά μεταφράστηκαν. Όπως υπήρχε και μια β΄φάση. Ότι το Υπουργείο Πολιτισμού, αν εμφανιζόταν ένας γαλλικός θίασος που ήθελε να παίξει πχ Μάτεση, το ελληνικό Υπουργείο μετείχε με 50% της παραγωγής. Αυτό όμως δεν υλοποιήθηκε ποτέ, δεν εμφανίστηκε ποτέ πρόθυμο το Υπουργείο να δώσει ένα budget, σ’ένα ξένο θέατρο. Ο Καμπανέλλης παιζόταν στη Ρωσία από το Θέατρο Τέχνης της Μόσχας εναλλάξ με το Γλάρο του Τσέχωφ. Αυτό θα μπορούσε να γίνει σε όλο ευρωπαϊκό θέατρο γιατί έχουμε τέτοια έργα. Που είναι αυτά τα έργα; Μεταφρασμένα. Κρέμονται στο διαδίκτυο, στη διεύθυνση της Εταιρίας Θεατρικών Συγγραφέων. Κρέμονται εκεί κι είναι διαθέσιμα.
– Η κρίση έφερε στο προσκήνιο την Ελλάδα, και ταυτόχρονα μια περιέργεια, ποιο θα είναι το πολιτιστικό προϊόν αυτής της κρίσης; Ο κινηματογράφος παρουσιάζει μια άνθιση. Δε θα μπορούσε να γίνει το ίδιο και στο Θέατρο;
Βεβαίως θα μπορούσε, αλλά είναι θέμα πολιτικής. Δεν έχουμε την ανάλογη πολιτική που εφαρμόζουμε πχ στη διάχυση της αρχαιολογικής μας περιουσίας. Γιατί, όταν έχουμε π.χ έκθεση γλυπτών της Τεγέας στη Νέα Υόρκη, να μην έχουμε επιδοτήσει έναν αμερικάνικο θίασο να παίξει έναν Καμπανέλλη? Έχουμε ρίξει το βάρος μας στα αρχαία, δεν είναι μικρά αυτά, αλλά έχουμε κι άλλα πράγματα, π.χ έχουμε σπουδαία μουσική. Για πολλά χρόνια, η ελληνική μουσική, (ιδίως στη Χούντα) χάλαγε κόσμο. Τότε διαδόθηκε ο Χατζιδάκις, ο Θεοδωράκης, ο Μαρκόπουλος. Δεν υπάρχει η ανάλογη διάχυση σήμερα. Έχουμε επίσης και σημαντικούς ζωγράφους.
– Η Ελλάδα παράγει περισσότερους θιάσους από όσους μπορεί να καταναλώσει;
Δεν είμαι αντίθετος με αυτό. Είμαστε μια κοινωνία που έχει σύνδρομο προσωπικής προβολής. Δεν μπορείς να στερήσεις από έναν άνθρωπο να θέλει να βγεί στο προσκήνιο. Υπάρχει πληθωρισμός από θιάσους, παίζονται το χρόνο 1000 παραστάσεις, 1000 διαφορετικές σκηνοθεσίες, αυτό δεν υπάρχει πουθενά στον κόσμο, ούτε στην Κίνα. Δεν το θεωρώ κακό, αλλά έχει αρχίσει να δημιουργείται ένα είδος μη επαγγελματικής προσέγγισης, γιατί συχνά αυτά τα παιδιά παίζουν και βάζουν λεφτά από την τσέπη τους. Αυτό λέγεται ερασιτεχνισμός. Εγώ δεν μπορώ να συμβιβαστώ με την ιδέα ότι παίζουμε, κι αυτό είναι άποψη, χωρίς σκηνικά. Το θεωρώ πιο έντιμο να πεις «αυτά τα μέσα διαθέτω, κι άμα θέλετε ελάτε να μας δείτε». Δεν μπορείς να παίζεις Τσέχωφ χωρίς σκηνικά, όταν ο Τσέχωφ (ως νατουραλίστας) έχει 4 σκηνικά. Όταν παίζονται όλα στον ίδιο χώρο (χωρίς σκηνικά) έχει χαθεί η ουσία του έργου.