Λ. Κρέτσος στην “Εφημερίδα των Συντακτών”: “Ποιος κυβερνά αυτόν τον τόπο;”
Η κυβέρνηση έχει δεσμευτεί ότι θα μπει τάξη στο ραδιοτηλεοπτικό τοπίο. Εργάστηκε σκληρά, σε αντίξοες και ασύμμετρες επικοινωνιακά συνθήκες, προκειμένου να γίνει αυτό πράξη. Είναι η μόνη που κατάφερε να ολοκληρώσει με επιτυχία διαγωνισμό για απονομή τηλεοπτικών αδειών.
Η αλήθεια, όμως, είναι ότι ήταν άλλες οι βουλές των δικαστών, και το Συμβούλιο της Επικρατείας είχε τον τελευταίο λόγο στο ερώτημα του ποιος κυβερνά αυτόν τον τόπο. Ή μήπως όχι;
Το ΣτΕ αποφάσισε την Τετάρτη να κηρυχθεί άκυρος ο διαγωνισμός για τις τηλεοπτικές άδειες. Ο διαγωνισμός αυτός αποτελεί πλέον παρελθόν, όμως σε κάθε περίπτωση θα μείνει στην ιστορία, γιατί απέδειξε τα εξής:
Η διοργάνωση διαγωνιστικής διαδικασίας για τις τηλεοπτικές άδειες δεν είναι κάτι μεταφυσικό, αλλά ένα εφικτό εγχείρημα, όσο δύσκολο και σύνθετο κι αν είναι.
Για το ότι επί 27 έτη δεν έγινε διαγωνισμός φέρουν την απόλυτη ευθύνη οι εκάστοτε κυβερνήσεις. Εμείς τον ολοκληρώσαμε έπειτα από μόλις ενάμιση χρόνο κυβερνητικής θητείας και 10 μήνες από την ψήφιση του ν. 4339/2015, παρότι χρειάστηκε να περιμένουμε την εκλογή του Κ. Μητσοτάκη, με την ελπίδα ότι η νέα ηγεσία της Ν.Δ. θα συναινούσε στη συγκρότηση του ΕΣΡ. Αντιθέτως, το παλιό πολιτικό σύστημα ανέβαλλε διαρκώς όχι μόνο τον διαγωνισμό για τις τηλεοπτικές άδειες αλλά και την είσπραξη του ειδικού φόρου τηλεόρασης/τελών χρήσης συχνοτήτων, μη παραλείποντας στο ενδιάμεσο να ρίξει μαύρο στην ΕΡΤ και να επιτρέψει, αν δεν υπέθαλψε κιόλας, την αεροπειρατεία της Digea και των καναλαρχών.
Το κράτος δεν είναι αδύναμο. Αντίθετα, μπορεί να λειτουργήσει συντεταγμένα και αποτελεσματικά, όταν υπάρχει πολιτική βούληση και πνεύμα συνεργασίας. Για τη διενέργεια του διαγωνισμού εργάστηκαν, εκτός από τη Γενική Γραμματεία Ενημέρωσης και Επικοινωνίας, στελέχη της Ελληνικής Αστυνομίας, της ΕΕΤΤ, του Ελληνικού Στρατού, του ΕΚΑΒ και άλλων υπηρεσιών.
Το ελληνικό Δημόσιο διαθέτει πολύ ικανά στελέχη, αλλά απαιτείται η ενθάρρυνση και η αναγνώρισή τους από πλευράς πολιτικής ηγεσίας χωρίς κομματικούς διαχωρισμούς και κομματικά κίνητρα. Στις επιτροπές του διαγωνισμού δεν υπήρχε ούτε ένα κομματικό μέλος του ΣΥΡΙΖΑ και κάθε διοικητική πράξη μπορούσε να ελεγχθεί δικαστικά και προδικαστικά, ενώ υπήρχε απόλυτη διαφάνεια και δυνατότητα πρόσβασης στα στοιχεία όλων των συμμετεχόντων στον διαγωνισμό.
Υπάρχει πραγματικό επενδυτικό ενδιαφέρον για τον χώρο της τηλεόρασης, όπως φάνηκε και από τα χρήματα που κατεβλήθησαν διαμέσου της διαγωνιστικής διαδικασίας. Φέρουν βαρύτατες ευθύνες όσοι για χρόνια επέτρεπαν τη διατήρηση του ελέγχου των τηλεοπτικών συχνοτήτων από ένα κλειστό club ολιγαρχών και «τζαμπατζήδων».
Συμπερασματικά, ο διαγωνισμός αυτός αποκάλυψε ακόμη και στον πιο καλοπροαίρετο πολίτη ότι η Ν.Δ. και το ΠΑΣΟΚ ήταν και είναι πολιτικοί βραχίονες των διαπλεκόμενων συμφερόντων. Από την αρχή έφεραν εμπόδια και προσπάθησαν να μπλοκάρουν τη συγκρότηση του ΕΣΡ για να μην προχωρήσει ο διαγωνισμός. Ο νόμος Παππά ενισχύει τον ρόλο του ΕΣΡ όσο κανένας άλλος νόμος.
Παρ’ όλα αυτά, η Ν.Δ. έθεσε εξαρχής βέτο, με άδηλο μάλιστα χρονικό προσδιορισμό τερματισμού του. Το κράτος, όμως, δεν μπορεί να είναι όμηρος των επιδιώξεων και των μικροπολιτικών σκοπιμοτήτων της ηγεσίας της Ν.Δ.
Οι αποφάσεις του ΣτΕ και των δικαστηρίων είναι δεσμευτικές. Αυτό βέβαια δεν σημαίνει απαραίτητα ότι αξίζουν τον σεβασμό των πολιτών. Για παράδειγμα, το ΣτΕ αποφάσισε μετά από 8 μήνες μαύρου στην ΕΡΤ ότι δεν είναι υποχρεωτικό να υπάρχει δημόσια ραδιοτηλεόραση. Συνεπώς, για το ΣτΕ οι χειρισμοί Σαμαρά για το μαύρο ήταν σύννομοι, όπως συνταγματικά ανεκτά ήταν και τα μνημόνια και οι επακόλουθες σφαγές στους μισθούς, στις συντάξεις και στις ελπίδες και στα όνειρα του ελληνικού λαού.
Η πρόσφατη απόφαση του ΣτΕ ζητά το ραδιοτηλεοπτικό τοπίο να παραμείνει θολό. Μετά την ακύρωση του διαγωνισμού δεν έχουμε πλέον κανονικές και οριστικές άδειες λειτουργίας. Επιπλέον το ΣτΕ διατάσσει το Δημόσιο να επιστρέψει 258 εκατομμύρια σε έχοντες και κατέχοντες και δεν επιτρέπει στην κυβέρνηση να ασκήσει κοινωνική πολιτική με τα χρήματα που απέφερε η διαγωνιστική διαδικασία του Αυγούστου.
Μπορεί κάποιοι δικαστές του ΣτΕ να είναι υπεράνω χρημάτων, αλλά αυτό ενδεχομένως να συνιστά αλαζονεία και ύβρι στο 30% των πολιτών της χώρας που βιώνει συνθήκες φτώχειας και οικονομικής ασφυξίας.
Ζητούν, λοιπόν, να επιστρέψουμε σε ένα καθεστώς ανομίας στη λειτουργία των τηλεοπτικών σταθμών, παρότι τα επίσημα στοιχεία δείχνουν ότι το καθεστώς αυτό διαχρονικά συνοδεύεται από συσσωρευμένα χρέη, απολύσεις, μειώσεις μισθών και καθυστερήσεις στην καταβολή δεδουλευμένων για τους εργαζόμενους.
Οπως είπαμε, οι αποφάσεις των δικαστηρίων είναι δεσμευτικές. Ωστόσο και η εκτελεστική εξουσία οφείλει να συνεχίσει το έργο της εντός των ορίων των αποφάσεων αυτών. Στο πλαίσιο αυτό, θα χορηγήσουμε βεβαιώσεις προσωρινής λειτουργίας των ιδιωτικών τηλεοπτικών σταθμών μέχρι να διενεργηθεί ο διαγωνισμός από το ΕΣΡ.
Σε κάθε περίπτωση, το τζάμπα πέθανε! Για την απόκτηση της βεβαίωσης προσωρινής λειτουργίας οι παλιοί και νέοι καναλάρχες θα καταθέσουν ένα αξιοσέβαστο χρηματικό ποσό άπαξ και ένα μικρότερο ποσό κάθε χρόνο, μέχρι να διεξαχθεί ο διαγωνισμός για τις τηλεοπτικές άδειες από το ΕΣΡ. Επίσης θα οφείλουν να πληρούν συγκεκριμένα κριτήρια αριθμού απασχολούμενων, τεχνικής επάρκειας και ποιότητας προγράμματος.
Εν ολίγοις, όσοι νόμιζαν ότι λόγω της απόφασης του ΣτΕ θα κάνουμε πίσω ή θα κλείσουμε το μάτι στη διαπλοκή, κάνουν τεράστιο λάθος. Οι καναλάρχες σε αυτή τη χώρα οφείλουν να ακολουθούν το πλαίσιο που ορίζει το κράτος.
Η απόφαση επομένως του ΣτΕ για τις τηλεοπτικές άδειες συνιστά εντελώς πρόσκαιρη νίκη των ολιγαρχών και του παλιού, σάπιου πολιτικού συστήματος. Μπαίνουν κανόνες για όλους, όπως απαιτεί η λαϊκή βούληση που θα πει και την τελευταία λέξη.