Τρέχων Άρθρο
Eνημέρωση (briefing) πολιτικών συντακτών από τον Κυβερνητικό Εκπρόσωπo 29 Νοεμβρίου 2016

Eνημέρωση (briefing) πολιτικών συντακτών από τον Κυβερνητικό Εκπρόσωπo 29 Νοεμβρίου 2016

Ενημέρωση των πολιτικών συντακτών και των ανταποκριτών ξένου τύπου από τον Υπουργό Επικρατείας και Κυβερνητικό Εκπρόσωπο, Δημήτρη Τζανακόπουλο

Κυρίες και Κύριοι,

Κατά τις χθεσινές συναντήσεις και συζητήσεις για την πορεία των διαπραγματεύσεων μεταξύ της Ελλάδας και των Θεσμών επιβεβαιώθηκε ότι το Eurogroup της 5ης Δεκέμβρη αποτελεί ορόσημο για το κλείσιμο της δεύτερης αξιολόγησης, τη λήψη των βραχυπρόθεσμων μέτρων για το χρέος και το άνοιγμα της συζήτησης για τα μεσομακροπρόθεσμα μέτρα ώστε η Ελλάδα να ενταχθεί στο πρόγραμμα ποσοτικής χαλάρωσης της ΕΚΤ στο πρώτο τρίμηνο του 2017.

Συγκεκριμένα:

Ο Ευρωπαίος Επίτροπος κος Πιερ Μοσκοβισί ανέδειξε την ισχυρή και θετική πρόοδο που έχει συντελεστεί. Τόνισε ότι οι συζητήσεις κινούνται προς τη σωστή κατεύθυνση ενώ αναφερόμενος στο ζήτημα του χρέους δήλωσε ότι εφόσον οι ελληνικές αρχές αναλαμβάνουν τις ευθύνες τους τότε και οι εταίροι της πρέπει να αναλάβουν τις δικές τους.

Τέλος, επιβεβαίωσε ότι η ανάπτυξη θα είναι 2,5% με 3% το 2017 συντασσόμενος πλήρως με τις εκτιμήσεις της ελληνικής κυβέρνησης.

Στο χθεσινό EWG επίσης καταγράφηκε η πρόοδος που έχει γίνει κατά τις διαπραγματεύσεις. Εντοπίστηκαν, όμως, και οι γνωστές διαφορές στα ζητήματα των ενεργειακών, δημοσιονομικών και εργασιακών.

Με δεδομένα τα παραπάνω θεωρούμε ότι είναι εφικτός και ρεαλιστικός ο στόχος για μια πολιτική συμφωνία στο κρίσιμο Eurogroup της 5ηςΔεκεμβρίου και προς αυτήν την κατεύθυνση εργάζεται εντατικά η ελληνική κυβέρνηση.

Στη συνέχεια και μέχρι το τέλος του χρόνου θα πρέπει να γίνουν όλες οι απαραίτητες ενέργειες εκ μέρους όλων των πλευρών ώστε και τυπικά να κλείσουν οι διαδικασίες και να ανοίξει ο δρόμος για την ποσοτική χαλάρωση.

Θυμίζω εξάλλου τη χθεσινή δήλωση του κυρίου Ντράγκι ότι είναι προς το συμφέρον της Ευρωζώνης αλλά και της Ελλάδος να βρεθεί μόνιμη λύση που θα εξασφαλίζει τη βιωσιμότητα του ελληνικού χρέους. Όπως επίσης και ότι είναι σημαντικό να μην χαθεί το “μομέντουμ” για την απομείωση του.

Ωστόσο, όλες οι πλευρές και ειδικά το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο πρέπει να κατανοήσουν ότι μέτρα μετά το 2018 δεν γίνονται αποδεκτά. Και το ίδιο ισχύει και για μια λύση στα εργασιακά που θα αντίκειται στο ευρωπαϊκό κοινωνικό μοντέλο.

Όσο για τα πρωτογενή πλεονάσματα μετά τη λήξη του προγράμματος αν το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο εκτιμά, συμφωνώντας με την ελληνική κυβέρνηση, ότι είναι αδύνατον να διατηρηθούν, αντί να ζητά πρόσθετα μέτρα που λειτουργούν υφεσιακά θα πρέπει αντίθετα να πιέσει στην κατεύθυνση για την γενναία ρύθμιση του ελληνικού χρέους και τη συνακόλουθη αντίστοιχη μείωση των πρωτογενών πλεονασμάτων.

Σε ότι αφορά το Κυπριακό η ελληνική κυβέρνηση στηρίζει σταθερά την προσπάθεια για επανεκκίνηση των συνομιλιών στην Κύπρο παρά τις δυσκολίες.
Βρισκόμαστε σε σταθερό συντονισμό και επαφή με την Κυπριακή Κυβέρνηση με στόχο την εξεύρεση μιας δίκαιης και βιώσιμης λύσης στο πλαίσιο των αποφάσεων του ΟΗΕ και της ιδιότητας της Κύπρου ως κράτους μέλους της ΕΕ.

Σε ό,τι αφορά το πρόγραμμα του Πρωθυπουργού. Μετά τις χθεσινές συναντήσεις με τους κυρίους Κερέ και Μοσκοβισί αναχώρησε για την Κούβα προκειμένου να παρευρεθεί και να απευθύνει επικήδειο στην δημόσια / λαϊκή συγκέντρωση προς τιμήν του Φιντέλ Κάστρο που θα λάβει χώρα στην Plaza de la Revolucion στην Αβάνα, σήμερα στις 7 ώρα Κούβας. Σημειώνω ότι ο Πρωθυπουργός θα είναι ένας από τους λίγους ομιλητές κατά την διάρκεια της σημερινής συγκέντρωσης.

Θα επιστρέψει τα ξημερώματα της Πέμπτης ώστε την Παρασκευή να αναχωρήσει για το Άμπου Ντάμπι όπου στο περιθώριο της Συνόδου για την Πολιτιστική κληρονομιά (και όχι για το Περιβάλλον, όπως, εκ παραδρομής, αναφέρθηκε) θα συναντήσει τον Γάλλο Πρόεδρο Φρανσουά Ολάντ.

Ακολουθούν ερωτήσεις

ΑΝΤΩΝΙΟΥ: Καλημέρα κύριε εκπρόσωπε. Μας είπατε τι δεν κάνει αποδεκτά η κυβέρνηση. Μπορείτε να μας πείτε που είναι διατεθειμένη να υποχωρήσει μέχρι το τέλος της εβδομάδας, που είναι ουσιαστικά το άτυπο χρονοδιάγραμμα για να επιτευχθεί η συμφωνία;

ΤΖΑΝΑΚΟΠΟΥΛΟΣ: Έχουμε δηλώσει σε όλους τους τόνους ότι εργαζόμαστε εντατικά για μια συμφωνία μέχρι το τέλος της εβδομάδας, η οποία δεν θα περιλαμβάνει υποχωρήσεις στα εργασιακά και θα γεφυρώνει το χάσμα σε ό,τι αφορά τα δημοσιονομικά. Από εκεί και πέρα, στο 90% των ζητημάτων που αφορούν στην 2η αξιολόγηση και τα οποία έχουν «κλειδώσει» αυτή τη στιγμή, η ελληνική πλευρά όπως και οι θεσμοί έχουν κάνει εκατέρωθεν υποχωρήσεις. Έχουμε ξαναπεί, ότι σε ότι αφορά το ζήτημα των μέτρων για μετά τη λήξη του προγράμματος, δεν μπορούμε να κάνουμε αποδεκτές υποχωρήσεις, όπως επίσης και ότι στα εργασιακά δεν μπορούμε να κάνουμε αποδεκτή μια λύση η οποία θα αντίκειται στο ευρωπαϊκό κοινωνικό μοντέλο. Εξ’ άλλου, να θυμίσουμε ότι οι εκπρόσωποι των ευρωπαϊκών θεσμών, όταν διαπραγματεύονται -και αυτό είναι πράγμα το οποίο έχει αποφασιστεί, έχει υπάρξει απόφαση και του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου- δεσμεύονται από το ενωσιακό Δίκαιο. Με αυτή την έννοια θεωρούμε ότι υπάρχουν οι πραγματικοί όροι και είναι ρεαλιστικό να υπάρξει μια συμφωνία –ένα staff level agreement, δηλαδή- μέχρι το τέλος της εβδομάδας, μεταξύ της Ελλάδας και των ευρωπαϊκών θεσμών.

ΣΒΕΡΚΟΣ: Κύριε εκπρόσωπε, κύριε Υπουργέ, όσον αφορά το ζήτημα των εργασιακών, υπάρχει ένα σενάριο το οποίο διακινείται τώρα τελευταία και μιλάει για παράταση της συζήτησης όλου του ζητήματος και ίσως και για μετάθεση εξεύρεσης λύσης για το 2018. Αυτό το ενδεχόμενο είναι κάτι το οποίο κυνηγάει η κυβέρνηση, το επιθυμεί εάν προκύψει; Και πως θα σταθεί αν προκύψει κάτι τέτοιο;

ΤΖΑΝΑΚΟΠΟΥΛΟΣ: Από την πλευρά της ελληνικής κυβέρνησης είναι σαφές ότι η θέση, η οποία έχει εκφραστεί με όλους τους τρόπους και κατά τη διάρκεια της διαπραγμάτευσης, αφορά την αποκατάσταση των συλλογικών διαπραγματεύσεων και της μη αποδοχή μιας αύξησης των ορίων στις ομαδικές απολύσεις. Σε κάθε περίπτωση δεν υπάρχει πιθανότητα, από τη δική μας μεριά, να αποδεχθούμε να πάρουμε δυσμενή μέτρα τώρα και να μεταθέσουμε αποκατάσταση των συλλογικών διαπραγματεύσεων στο μέλλον. Με αυτή την έννοια σας λέω, ότι δεν συζητάμε σενάρια μετάθεσης του προβλήματος στο μέλλον, καθώς θεωρούμε ότι η αποκατάσταση των συλλογικών διαπραγματεύσεων είναι κομβική, όχι μόνο για την προστασία των εργαζομένων αλλά και για την οικονομική ανάπτυξη και για τη βελτίωση της ανταγωνιστικότητας της ελληνικής οικονομίας στη βάση των βέλτιστων ευρωπαϊκών πρακτικών.

ΖΟΡΜΠΑ: Κύριε εκπρόσωπε, είπατε ότι η κυβέρνηση δεν συζητά λήψη νέων μέτρων για μετά τη λήξη του προγράμματος το 2018. Αυτή είναι κόκκινη, απαράβατη γραμμή, απ’ ό,τι καταλαβαίνω. Υπάρχει plan B, εάν αυτό γίνει απαιτητό από τους θεσμούς;

ΤΖΑΝΑΚΟΠΟΥΛΟΣ: Σας είπα και προηγουμένως ότι εργαζόμαστε εντατικά ώστε να υπάρξει πολιτική συμφωνία την 5η του Δεκέμβρη και να κλείσουν και τα τυπικά της 2ης αξιολόγησης μέχρι το τέλος του έτους. Από εκεί και πέρα, plan B για την ελληνική κυβέρνηση δεν υφίσταται. Όπως δεν υφίσταται και για κανέναν άλλον.

ΑΝΤΖΟΛΕΤΟΣ: Κύριε εκπρόσωπε, μπαίνει όλο και πιο πολύ στη συζήτηση το θέμα των εκλογών. Αναφέρθηκε ο Πρωθυπουργός, είπε κάποια πράγματα και ο κύριος Τσακαλώτος χθες. Αν οι δανειστές επιμείνουν, υπάρχει τέτοιο ενδεχόμενο από την πλευρά της κυβέρνησης;

ΤΖΑΝΑΚΟΠΟΥΛΟΣ: Τόσο ο Πρωθυπουργός, όσο και ο Υπουργός Οικονομικών –ο Πρωθυπουργός στην ομιλία του στην ΚΟ την προηγούμενη εβδομάδα, αλλά και ο Υπουργός Οικονομικών χθες, στην ομιλία του στο Ελληνοαμερικάνικο Επιμελητήριο- έθεσαν με σαφήνεια τη θέση της ελληνικής κυβέρνησης. Αυτό το οποίο είπαν είναι ότι το σενάριο των εκλογών εν μέσω διαπραγματεύσεων, είναι η θέση της ΝΔ. Και αυτή η θέση είναι επικίνδυνη για την ελληνική οικονομία και για τη χώρα. Διότι η επιβεβαίωση ενός τέτοιου σεναρίου αυτή τη στιγμή, θα διέκοπτε τις διαδικασίες της 2ης αξιολόγησης, θα έστελνε τη ρύθμιση του χρέους για μετά το 2017, ίσως και ποτέ, και προφανώς θα εμπόδιζε την είσοδο της Ελλάδας στο πρόγραμμα της ποσοτικής χαλάρωσης. Με αυτή την έννοια θεωρούμε ότι το σενάριο των εκλογών δεν είναι ένα υπαρκτό σενάριο, δεν μπορούμε και δεν πρόκειται να το κάνουμε αποδεκτό, όχι για λόγους που αφορούν την κυβέρνηση, αλλά για λόγους που αφορούν το ίδιο το μέλλον της χώρας και την πορεία των διαπραγματεύσεων, αλλά και την έξοδο από το πρόγραμμα.

ΑΛΕΙΦΕΡΟΠΟΥΛΟΣ: Κύριε υπουργέ, ήθελα να σας ρωτήσω το εξής: Και οι ευρωπαίοι εταίροι θεσμικοί, οι θεσμοί, επιμένουν στην παραμονή του ΔΝΤ στο πρόγραμμα. Η κυβέρνηση από την πλευρά της – και εσείς ο ίδιος- λέτε ότι πρέπει να αποφασίσει με ποιόν τρόπο θα μείνει και τι ακριβώς θέλει να κάνει το ΔΝΤ, με τις αμφισημίες που το διακρίνουν σε πάρα πολλά ζητήματα. Όπως όλα δείχνουν όμως, οι θεσμοί τα βρίσκουν μεταξύ τους για την παραμονή του ΔΝΤ. Εάν η συγκεκριμένη πλευρά, ο συγκεκριμένος θεσμός, επιμείνει σε μέτρα, επιμείνει στο ζήτημα των εργασιακών, πώς θα το χειριστείτε;

ΤΖΑΝΑΚΟΠΟΥΛΟΣ: Σας είπα και προηγουμένως ότι από τη δική μας μεριά δεν μπορεί να γίνει αποδεκτή μια λύση για τα εργασιακά, η οποία θα αντίκειται στο ευρωπαϊκό κοινωνικό μοντέλο. Το ίδιο θεωρώ ότι θα πρέπει να είναι και η στάση της Κομισιόν. Αναφέρθηκα και στην απόφαση του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου, η οποία δεσμεύει τους Ευρωπαίους αξιωματούχους, κατά τη διάρκεια διαπραγματεύσεων, να διαπραγματεύονται στη βάση του Ενωσιακού Δικαίου. Με αυτή την έννοια, δεν είναι νομικά εφικτή μια λύση, η οποία δεν θα περιλαμβάνει την αποκατάσταση των συλλογικών διαπραγματεύσεων. Από εκεί και πέρα, θεωρούμε ότι υπάρχει η δυνατότητα και είναι ρεαλιστικός και εφικτός ο στόχος να κλείσουμε τις διαδικασίες της δεύτερης αξιολόγησης στο υπάρχον χρονοδιάγραμμα, αρκεί όλες οι πλευρές να κατανοήσουν ότι η ελληνική κυβέρνηση δεν πρόκειται να αποδεχθεί νέα μέτρα. Οι δηλώσεις των Ευρωπαίων αξιωματούχων και χθες, αλλά και όλο το προηγούμενο διάστημα, τείνουν προς αυτή την κατεύθυνση, δηλαδή ότι είναι δυνατή, εφικτή και ευκταία μια συμφωνία μέχρι την 5η του Δεκέμβρη.

ΜΑΝΗ: Είπατε τώρα και στην αρχή της εισήγησής σας –επιβεβαιώθηκε και χθες από τις συναντήσεις- ότι η 5η Δεκεμβρίου αποτελεί ορόσημο για τη συμφωνία. Τώρα, πάλι, είπατε ότι είναι εφικτός και ρεαλιστικός ο στόχος για την 5η Δεκεμβρίου. Το «εφικτός» αφήνει και ένα περιθώριο να μη γίνει η συμφωνία στις 5 Δεκεμβρίου. Ποιο είναι το απώτατο όριο που πρέπει να κλείσει η συμφωνία, αν δεν είναι η 5η Δεκεμβρίου; Είναι εντός Δεκεμβρίου; Είναι μετά τις γιορτές;

ΤΖΑΝΑΚΟΠΟΥΛΟΣ: Εργαζόμαστε εντατικά για να κλείσουμε τη συμφωνία στις 5 Δεκέμβρη στη βάση των αρχών, τις οποίες έχουμε περιγράψει. Από εκεί και πέρα, στόχος είναι και τυπικά η αξιολόγηση να κλείσει μέχρι το τέλος του χρόνου και εντός του πρώτου τριμήνου του 2017 να ενταχθούμε στην ποσοτική χαλάρωση. Αυτό είναι το σενάριο πάνω στο οποίο δουλεύει η ελληνική κυβέρνηση.

ΒΙΤΑΛΗΣ: Θα ήθελα να πάμε σε ένα άλλο θέμα. Επειδή αναφερθήκατε και στην εισήγησή σας, κύριε Εκπρόσωπε, ότι η Ελλάδα στηρίζει την επανέναρξη των συνομιλιών για το Κυπριακό, ήθελα να ξέρω εάν η ελληνική πλευρά εξακολουθεί να έχει στο τραπέζι το θέμα μιας προεργασίας (να το πούμε έτσι) με την Τουρκία για το θέμα των εγγυήσεων, προκειμένου να προχωρήσει και η πολυμερής διάσκεψη.

ΤΖΑΝΑΚΟΠΟΥΛΟΣ: Αυτή τη στιγμή, η βασική προτεραιότητα όλων πρέπει να είναι η επανεκκίνηση των συνομιλιών στην Κύπρο. Από εκεί και πέρα, μια διμερής συνάντηση με τον Τούρκο Πρόεδρο, δεν έχει καθοριστεί αυτή τη στιγμή. Θα γίνει την κατάλληλη στιγμή, εφόσον επανεκκινήσουν οι συνομιλίες που θα οδηγήσουν τελικά στην εξεύρεση μιας δίκαιης και βιώσιμης λύσης.

ΣΙΔΕΡΗΣ: Κύριε Εκπρόσωπε, αναφερθήκατε προηγουμένως σε δηλώσεις Ευρωπαίων αξιωματούχων, σύμφωνα με τις οποίες διατυπώνεται η φράση «να μη χαθεί το momentum». Ποιο είναι το momentum αυτή τη στιγμή; Αυτό που έχει κάνει η κυβέρνηση με το σύνολο των προαπαιτούμενων, το οποίο έχει καθορίσει ή οι εξελίξεις που θα συμβούν στην Ευρώπη μετά τις εκλογές που έχουμε και στην Ιταλία για το δημοψήφισμα για τη συνταγματική αναθεώρηση, αλλά και στην Αυστρία και την Ολλανδία;

ΤΖΑΝΑΚΟΠΟΥΛΟΣ: Είναι δεδομένο ότι η δεύτερη αξιολόγηση έχει προχωρήσει με πάρα πολύ γρήγορους ρυθμούς. Όλοι αναγνωρίζουν την πρόοδο, η οποία έχει συντελεστεί. Όλοι αναγνωρίζουν ότι ο μεγάλος όγκος των θεμάτων έχει κλείσει από όλες τις πλευρές. Ήδη έχει ξεκινήσει η νομοθέτηση ζητημάτων, τα οποία σχετίζονται με τη δεύτερη αξιολόγηση. Επίσης, υπάρχει ένα πολύ καλό κλίμα σε ολόκληρη την Ευρώπη σε ό,τι αφορά τη λήψη βραχυπρόθεσμων μέτρων για το ελληνικό χρέος. Επιπροσθέτως, υπάρχει προχωρημένη μία συζήτηση για τα μεσοπρόθεσμα και μακροπρόθεσμα μέτρα, καθώς και η βούληση όλων των πλευρών να βρεθεί μια μόνιμη λύση, η οποία θα αφορά την ελληνική οικονομία, το ελληνικό χρέος και τη μακροπρόθεσμη ανάπτυξή της. Αυτά όλα συγκροτούν το momentum, το οποίο αυτή τη στιγμή δεν πρέπει να χαθεί με την έννοια ότι μια παράταση στη χρονική διάρκεια των συνομιλιών θα δημιουργούσε εμπλοκές προς όλες τις πλευρές σε μια περίοδο, η οποία, ούτως ή άλλως, είναι ασταθής, όχι μόνο για την Ευρώπη, αλλά για ολόκληρο τον κόσμο.

ΣΤΡΑΤΑΚΗΣ: Κύριε Εκπρόσωπε, αν κατάλαβα καλά, συμφωνείτε ότι έχει κλείσει το 90% των θεμάτων και ζητείται πολιτική διευθέτηση για να κλείσει η συμφωνία. Δηλαδή, τι σημαίνει αυτό; Ότι το υπόλοιπο 10% (εργασιακά, ενεργειακά) το περνάμε ως έχουν, χωρίς να υπάρξει συμφωνία και πάμε στον οδικό χάρτη που έχετε χαράξει για χρέος και ποσοτική χαλάρωση; Αυτό είναι το πρώτο ερώτημα. Και το δεύτερο ερώτημα: ‘Όταν λέτε «μέτρα μετά το 2018 δεν θα γίνουν αποδεκτά», μέτρα μέχρι το 2018 υπάρχει πιθανότητα να δούμε νέα;

ΤΖΑΝΑΚΟΠΟΥΛΟΣ: Θα σας πω πολύ συγκεκριμένα για το δημοσιονομικό. Είναι γνωστό –το έχουμε πει και άλλες φορές- ότι υπάρχει μια διαφορά μεταξύ Ελλάδας και θεσμών της τάξης των 600 εκατομμυρίων ευρώ για το 2018. Η διαφορά αυτή μπορεί να μειωθεί κατά τις διαπραγματεύσεις και από εκεί και πέρα, στο ποσό το οποίο θα απομείνει, μπορούν να βρεθούν συγκεκριμένες λύσεις, οι οποίες θα αφορούν το 0,1% ή το 0,2% του ΑΕΠ. Πρόκειται για οριακές μετατροπές. Αυτά τα μέτρα, βεβαίως, τα συζητάμε, είναι συμφωνημένα στο πλαίσιο της συμφωνίας του 2015. Από εκεί και πέρα, οτιδήποτε αφορά την περίοδο μετά τη λήξη του προγράμματος, δεν συζητείται, καθώς η κυβέρνηση δεν μπορεί να δεσμευθεί για κάτι το οποίο υπερβαίνει τα όσα συμφωνήθηκαν τον Αύγουστο του 2015. Σε ό,τι αφορά τα υπόλοιπα, σας είπα ότι η ελληνική κυβέρνηση και οι θεσμοί έχουν κάνει αμοιβαίες υποχωρήσεις για να βρεθούν κοινές βιώσιμες λύσεις στο 90% των θεμάτων που αφορούν τη δεύτερη αξιολόγηση. Από εκεί και πέρα, σε ό,τι αφορά ειδικά τα εργασιακά, εκ μέρους της ελληνικής κυβέρνησης δεν μπορεί να γίνει αποδεκτή μια λύση, η οποία θα αντιβαίνει στο ευρωπαϊκό κοινωνικό κεκτημένο και το ίδιο θεωρούμε και για τους ευρωπαϊκούς θεσμούς.

ΜΑΚΡΥΓΙΑΝΝΗΣ: Κύριε Εκπρόσωπε, μόλις τώρα είπατε για περίπου κόκκινες γραμμές, δηλαδή ότι η κυβέρνηση είναι ανυποχώρητη σε ορισμένα θέματα, όπως στα εργασιακά και τα λοιπά. Παίρνω αφορμή από αυτό που είπε ο κ. Τσακαλώτος ότι ζούμε περίπου τον Ιούλιο του 2015, με κάποιον άλλο τρόπο βέβαια. Και ταυτόχρονα, λέτε και εσείς και άλλα κυβερνητικά στελέχη ότι δεν υπάρχει plan B, εκλογές και τα λοιπά. Αν δεν έχετε plan B, τι θα κάνετε; Μπορείτε να ξεκαθαρίσετε τι θα κάνετε, αν επιμείνουν οι δανειστές να παραβιάσετε τις κόκκινες γραμμές; Διότι, τον Ιούλιο του 2015, επειδή δεν υπήρχε κανένα άλλο σχέδιο προφανώς, πήγαμε σε ένα τρίτο μνημόνιο. Μήπως τώρα υπάρχει τέταρτο μνημόνιο, έτσι κι αλλιώς; Δηλαδή, τι θα κάνετε, εάν επιμείνουν οι δανειστές να παραβιαστούν αυτές οι γραμμές, εφόσον λέτε ότι δεν υπάρχει θέμα εκλογών, εκτός αν υπάρχει. Και ένα συμπληρωματικό ερώτημα, αν έχετε την καλοσύνη. Η συμφωνία που ενδεχομένως υπάρχει και μέσω του μεσοπρόθεσμου προγράμματος υπερβαίνει τη θητεία αυτής της κυβέρνησης. Αν σας ζητηθούν, δηλαδή, να συμφωνήσετε για πέραν του 2019, 2020, 2021, μέσω του μεσοπρόθεσμου, πώς μπορείτε να δεσμεύσετε τη χώρα και τι θα κάνετε γι’ αυτό για διάστημα πέραν της θητείας της κυβέρνησης;

ΤΖΑΝΑΚΟΠΟΥΛΟΣ: Κατ’ αρχάς, να απαντήσω στο δεύτερο σκέλος του ερωτήματός σας. Τα μεσοπρόθεσμα προγράμματα δημοσιονομικής προσαρμογής αποτελούσαν συνοδευτικό των συμφωνιών από το 2010 και μετά. Επομένως, όλες οι κυβερνήσεις, μέσω των μεσοπρόθεσμων προγραμμάτων, δέσμευαν τις επόμενες κυβερνήσεις σε μια συγκεκριμένη δημοσιονομική προσαρμογή. Να σας θυμίσω, επίσης, ότι τα μεσοπρόθεσμα προγράμματα, τα οποία συμφωνήθηκαν το 2012, το 2013, το 2014, δέσμευαν την ελληνική κυβέρνηση για πρωτογενή πλεονάσματα της τάξης του 4,5% για το 2016, του 4,5% για το 2017, του 4,2% για το 2018 και πάει λέγοντας μέχρι –νομίζω- τα μέσα του 2030, αν δεν κάνω λάθος. Με αυτή την έννοια, οι κυβερνήσεις ΝΔ και ΠΑΣΟΚ είχαν δεσμεύσει τις ελληνικές κυβερνήσεις για περισσότερο από μια 20ετία σε πρωτογενή πλεονάσματα της τάξης του 4,5% του ΑΕΠ. Αυτά τα πρωτογενή πλεονάσματα αναθεωρήθηκαν προς τα κάτω, ακριβώς επειδή η ελληνική κυβέρνηση, που προέκυψε από τις εκλογές του Γενάρη του 2015, αποφάσισε για πρώτη φορά να διαπραγματευθεί σκληρά με τους δανειστές. Και αυτό το οποίο είχαμε ήταν μια πολύ μεγάλη εξοικονόμηση πόρων για την ελληνική οικονομία της τάξης των 20 δισεκατομμυρίων ευρώ για την τριετία 2015 – 2018. Αυτό σε ό,τι αφορά τις μακροχρόνιες δεσμεύσεις, οι οποίες, ούτως ή άλλως, ακολουθούν τις δανειακές συμβάσεις με τους δανειστές ήδη από το 2010.

Σε ό,τι αφορά το πρώτο σκέλος του ερωτήματός σας, σας επαναλαμβάνω ότι η ελληνική κυβέρνηση εργάζεται εντατικά και σταθερά, ώστε να υπάρξει συμφωνία στις 5 του Δεκέμβρη. Θεωρούμε ότι αυτός είναι ένας ρεαλιστικός και εφικτός στόχος. Από εκεί και πέρα, αν υπάρξουν έντονες διαφωνίες, εμείς θα συνεχίσουμε την προσπάθεια της διαπραγμάτευσης, ώστε σε κάθε περίπτωση να βρεθεί μια λύση μέχρι το τέλος του χρόνου. Αυτό είναι το σενάριο στη βάση του οποίου δουλεύουμε.

Το σχέδιο των εκλογών –επαναλαμβάνω- είναι σχέδιο του κ. Μητσοτάκη, ο οποίος, αυτό το οποίο θέλει να κάνει αυτή τη στιγμή, είναι:
– να διαλύσει τη διαδικασία των διαπραγματεύσεων για τη δεύτερη αξιολόγηση,
– να μην υπάρξει ρύθμιση για το ελληνικό χρέος, και στη συνέχεια
– η Ελλάδα να μην μπει στο πρόγραμμα της ποσοτικής χαλάρωσης, ώστε να μπορέσει να επιβάλει ένα σκληρό πρόγραμμα λιτότητας.
Αυτό ακριβώς είναι το σχέδιο του τετάρτου μνημονίου και σας διαβεβαιώνω ότι δεν είναι το σχέδιο της παρούσας κυβέρνησης.

ΓΚΑΝΤΩΝΑ: Μπορείτε να μας πείτε, κύριε Εκπρόσωπε, ποια είναι η στάση της κυβέρνησης για το Ταμείο; Θέλετε να μείνει ή να φύγει; Γιατί έχουμε ακούσει και διάφορες δηλώσεις από υπουργούς τα τελευταία 24ωρα. Είστε θετικοί ή αρνητικοί στην παραμονή του στο πρόγραμμα;

ΤΖΑΝΑΚΟΠΟΥΛΟΣ: Η στάση της ελληνικής κυβέρνησης, σε ό,τι αφορά το Ταμείο, είναι σαφής, συγκεκριμένη και ενιαία. Από την πρώτη στιγμή λέγαμε ότι το Ταμείο, σε κάθε περίπτωση, οφείλει να αποφασίσει τι θέλει εκείνο να κάνει: αν θέλει να μείνει ή αν θέλει να φύγει. Και για να αποφασίσει τι θέλει να κάνει, θα πρέπει να κατανοήσει ότι η ελληνική οικονομία δεν αντέχει νέα μέτρα για μετά το 2018. Με αυτή την έννοια, σας λέω ότι εάν το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο θέλει να πιέσει προς κάποια κατεύθυνση, ώστε να υπερβούμε τις υφεσιακές πολιτικές του προηγούμενου διαστήματος, αυτή η κατεύθυνση είναι η κατεύθυνση των Ευρωπαίων εταίρων και όχι της ελληνικής κυβέρνησης. Πρέπει να πιέσει για ρύθμιση του ελληνικού χρέους και για μείωση των πρωτογενών πλεονασμάτων. Η απαίτηση για νέα μέτρα μετά το 2018, έτσι ώστε να βγει το πρωτογενές πλεόνασμα του 3,5%, κατά την άποψη και τις προβλέψεις βεβαίως του Ταμείου, δεν μπορεί να γίνει αποδεκτή από την ελληνική κυβέρνηση, όπως δεν έγινε αποδεκτή και κατά τη διάρκεια της πρώτης αξιολόγησης, όπου τελικά προέκυψε μια συμφωνία, στην οποία το ΔΝΤ, όπως γνωρίζετε, παρέμεινε ως τεχνικός σύμβουλος. Σε ό,τι αφορά τώρα τις δηλώσεις μεταξύ υπουργών, δεν θεωρώ ότι υπάρχει αμφισημία εκ μέρους της ελληνικής κυβέρνησης. Εάν εννοείτε τις δηλώσεις του κ. Σκουρλέτη και τις δηλώσεις του κ. Παπαδημητρίου, αυτό το οποίο ειπώθηκε και από τους δύο υπουργούς είναι ότι το Ταμείο, σε κάθε περίπτωση, οφείλει να αποφασίσει. Ο κ. Παπαδημητρίου είπε ότι θέλουμε το Ταμείο να συμμετέχει στο πρόγραμμα. Ούτως ή άλλως, το Ταμείο θα συμμετέχει ως τεχνικός σύμβουλος στο πρόγραμμα, οποιαδήποτε κι αν είναι η απόφασή του, καθώς κάτι τέτοιο περιλαμβάνεται στη συμφωνία του 2015. Ο δε κ. Σκουρλέτης είπε ότι σε κάθε περίπτωση μπορούμε και χωρίς το Ταμείο. Θέλουμε, αλλά μπορούμε και χωρίς το Ταμείο. Νομίζω ότι αυτές οι δύο δηλώσεις δεν είναι αντιφατικές μεταξύ τους.

ΚΑΤΣΙΓΙΑΝΝΗΣ: Κύριε Εκπρόσωπε, με έναν επιδέξιο τρόπο αφήνετε να εννοηθεί ότι εάν αποτύχει η διαπραγμάτευση, θα φταίει η ΝΔ που ζητάει εκλογές. Ας υποθέσουμε ότι η ΝΔ δεν ζητούσε εκλογές, η διαπραγμάτευση δεν πήγαινε καλά. Εσείς θα πηγαίνατε σε εκλογές ή όχι;

ΤΖΑΝΑΚΟΠΟΥΛΟΣ: Τώρα μου βάζετε υποθετικές ερωτήσεις, με διπλές προϋποθέσεις και λοιπά. Εγώ σας λέω ότι η συγκεκριμένη κατάσταση, αυτή τη στιγμή, έχει ως εξής: Η ελληνική κυβέρνηση προσπαθεί και δουλεύει εντατικά ώστε να κλείσουμε την αξιολόγηση στις 5 Δεκέμβρη. Και στη συνέχεια να γίνουν όλα όσα απαιτούνται, έτσι ώστε, μέχρι το τέλος του χρόνου, να έχουμε και την τυπική, εν πάση περιπτώσει, υιοθέτηση της θέσης ότι τα ζητήματα έχουν κλείσει. Προχωράμε στη ρύθμιση του ελληνικού χρέους και στη συνέχεια στην ένταξη της Ελλάδας στο πρόγραμμα ποσοτικής χαλάρωσης. Το σενάριο των εκλογών δεν βοηθά προς αυτή την κατεύθυνση. Αντιθέτως, είναι επικίνδυνο για την χώρα, διότι διακόπτει την 2η αξιολόγηση, διακόπτει τη συζήτηση και το momentum –όπως είπε ο κύριος Ντράγκι στις χθεσινές του δηλώσεις για τη ρύθμιση του χρέους- και διακόπτει και τη μεγάλη προσπάθεια που γίνεται έτσι ώστε να ενταχθεί η χώρα στο πρόγραμμα ποσοτικής χαλάρωσης. Με αυτήν την έννοια, δεν αποτελεί σχέδιο της ελληνικής κυβέρνησης. Αποτελεί σχέδιο του κυρίου Μητσοτάκη, ο οποίος θέλει να επιβάλει ένα σκληρό πρόγραμμα λιτότητας που εμείς ονομάζουμε 4ο μνημόνιο. Νομίζω ότι σε λίγο και ο κύριος Μητσοτάκης θα αποδεχθεί ότι τελικά το σχέδιό του είναι το 4ο μνημόνιο.

ΓΚΑΤΣΟΥ: Κύριε Εκπρόσωπε, μόλις πριν από λίγο βγήκαν κάποια στοιχεία για την ελληνική οικονομία από την ΕΛΣΤΑΤ για το γ’ τρίμηνο, πιο καλά και πιο θετικά από αυτά που περιμέναμε. Και ο κύριος Ντάισελμπλουμ, πριν από λίγο, μιλώντας στο Reuters είπε ότι δεν μπορεί να ζητάμε από την Ελλάδα πλεονάσματα 3,5% ύστερα από το 2018. Στο ίδιο μήκος κύματος και ο κύριος Μοσκοβισί. Είναι ένα διαπραγματευτικό χαρτί για την κυβέρνηση και τα θετικά στοιχεία για την οικονομία, αλλά και το ότι πλέον στην Ευρώπη διαμορφώνονται δύο γραμμές για τα πρωτογενή πλεονάσματα; Και πώς μπορούμε να πείσουμε το ΔΝΤ και τον Σόιμπλε να βρεθεί η χρυσή τομή;

ΤΖΑΝΑΚΟΠΟΥΛΟΣ: Αυτά τα οποία περιγράφετε συγκροτούν αυτό που έλεγα και προηγουμένως, το momentum για την ελληνική οικονομία, αλλά και το momentum που υπάρχει στις διαπραγματεύσεις για το κλείσιμο της 2ης αξιολόγησης και τη ρύθμιση του ελληνικού χρέους. Ανέφερα και στην εισαγωγική μου τοποθέτηση τα αναθεωρημένα στοιχεία της ΕΛΣΤΑΤ τα οποία επιβεβαιώνουν την κυβερνητική θέση, αλλά και όσο είπε χθες ο κύριος Μοσκοβισί, ότι, δηλαδή, η Ελλάδα έχει περάσει επιτέλους στη φάση της ανάκαμψης. Τούτο δεν σημαίνει, βεβαίως, πως δεν υπάρχουν πραγματικές δυσκολίες για τους πολίτες οι οποίοι βιώνουν μια κατάσταση που έχει συσσωρεύσει υπερβολικά βάρη. Στόχος, λοιπόν, της ελληνικής κυβέρνησης είναι να αξιοποιήσει το momentum που υπάρχει αυτή τη στιγμή στις διαπραγματεύσεις, έτσι ώστε να μπορέσουμε να γυρίσουμε σελίδα και να μπορέσουμε να δημιουργήσουμε τις προϋποθέσεις για να βελτιωθούν οι συνθήκες ζωής, οι συνθήκες της καθημερινότητας για τους εκατομμύρια συμπολίτες μας. Αυτός είναι ο βασικός στρατηγικός στόχος. Αυτό είναι το βασικό σενάριο, πάνω στο οποίο δουλεύει η ελληνική κυβέρνηση. Και έχουμε αισιοδοξία ότι θα μπορέσουμε να επιτύχουμε όλα όσα έχουμε θέσει και όλα όσα έχουμε περιγράψει, όλο το προηγούμενο διάστημα με μία θετική απόφαση την 5η του Δεκέμβρη στο Eurogroup, με κλείσιμο συνολικά της αξιολόγησης μέχρι το τέλος του χρόνου. Είναι απαραίτητο για την ελληνική οικονομία, είναι απαραίτητο για τη σταθερότητα στην Ευρώπη, είναι απαραίτητο για να μπορέσει τελικά ο ελληνικός λαός ύστερα απ’ όλες αυτές τις θυσίες να γυρίσει σελίδα και να αξιοποιήσει τα οφέλη της ανάκαμψης, της ανάπτυξης που επιβεβαιώνεται απ’ όλες τις πλευρές.

ΜΟΥΡΕΛΑΤΟΣ: Πριν από λίγο κατηγορήσατε, ουσιαστικά, τις προηγούμενες κυβερνήσεις ότι δέσμευαν τη χώρα, και πέραν του εκλογικού τους κύκλου, σε υψηλότερα πρωτογενή πλεονάσματα. Μετά την παραδοχή του Υπουργού Οικονομικών, κυρίου Τσακαλώτου, χθες ότι οι εταίροι ζητούν μέτρα μετά το 2018, μετά το τέλος του προγράμματος, διερωτώμαι εάν η κυβέρνηση θα ακολουθήσει την πεπατημένη των προηγούμενων κυβερνήσεων ή σκέπτεστε να νομοθετήσετε με αυξημένη πλειοψηφία;

ΤΖΑΝΑΚΟΠΟΥΛΟΣ:
 Τα μεσοπρόθεσμα προγράμματα αποτελούν μια καθιερωμένη τεχνική για τις προοπτικές, εν πάση περιπτώσει, και για τις εκτιμήσεις της πορείας της ελληνικής οικονομίας από το 2010 και μετά. Σχετίζονται με αυτό το οποίο στη διάλεκτο που χρησιμοποιούν οι εταίροι, αλλά και η ελληνική κυβέρνηση κατά την πορεία των διαπραγματεύσεων, ονομάζεται Debt Sustainability Analysis έχει να κάνει με τη μελέτη βιωσιμότητας του χρέους, δηλαδή με το ποια πρωτογενή πλεονάσματα απαιτούνται, έτσι ώστε το χρέος να θεωρείται βιώσιμο, να μπορεί δηλαδή να εξυπηρετείται και να αποπληρώνεται. Με αυτήν την έννοια τα μεσοπρόθεσμα προγράμματα υπερβαίνουν ούτως ή άλλως όχι απλώς την τετραετία, αλλά πολλές φορές πηγαίνουν και πολύ παραπέρα. Δηλαδή, στην πραγματικότητα είναι συνδεδεμένα με τη μελέτη βιωσιμότητας τους χρέους. Από εκεί και πέρα, τα μεσοπρόθεσμα προγράμματα -οφείλω να σας πω- ότι αναθεωρούνται πάρα πολύ συχνά, δύο φορές το χρόνο. Με αυτήν την έννοια, ακόμα και εάν ένα μεσοπρόθεσμο πρόγραμμα λέει ότι το 2019 θα έχουμε πρωτογενές πλεόνασμα 3,5%, τίποτα δεν εμποδίζει, τη στιγμή που θα ληφθούν τα μεσοπρόθεσμα και μακροπρόθεσμα μέτρα για το χρέος, να απομειωθούν και οι στόχοι των μεσοπρόθεσμων προγραμμάτων, σε ό,τι αφορά τα πρωτογενή πλεονάσματα. Δηλαδή, πρόκειται για μία ανοιχτή διαπραγμάτευση που θα κλείσει όταν ληφθούν οι συγκεκριμένες αποφάσεις για τα μεσοπρόθεσμα και μακροπρόθεσμα μέτρα για το χρέος.

Νομίζω, λοιπόν, ότι δεν υφίσταται το θέμα που αναδείχθηκε τις τελευταίες 24 ώρες από κάποια ΜΜΕ.

Σας ευχαριστώ.

Copyright © 2023-2024 - Γενική Γραμματεία Ενημέρωσης & Επικοινωνίας, All Rights Reserved, Media.Gov.gr