Eνημέρωση (briefing) πολιτικών συντακτών από τον Κυβερνητικό Εκπρόσωπo 28 Μαρτίου 2017
Η ενημέρωση των πολιτικών συντακτών και των ανταποκριτών ξένου τύπου από τον Υπουργό Επικρατείας και Κυβερνητικό Εκπρόσωπο, Δημήτρη Τζανακόπουλο.
Κυρίες και Κύριοι,
Το Σάββατο, διεξήχθη στη Ρώμη η Σύνοδος Κορυφής των Ηγετών της Ευρωπαϊκής Ένωσης για τα 60 χρόνια από την γενέθλια πράξη της, με βασικό αντικείμενο τα επόμενα βήματα της Ευρώπης, που βρίσκεται σήμερα σε ένα ιστορικό σταυροδρόμι.
Ο Έλληνας Πρωθυπουργός, τόσο στις εργασίες της Συνόδου όσο και στις κατ’ ιδίαν επαφές που είχε στη Ρώμη, ανέδειξε μία κορυφαία προτεραιότητα τόσο για τη χώρα όσο όμως και για το σύνολο της Ευρώπης.
Την ανάγκη διαφύλαξης του κοινωνικού χαρακτήρα της ΕΕ, και του σεβασμού του Ευρωπαϊκού κοινωνικού κεκτημένου από όλα τα κράτη – μέλη.
Με αιχμή την ανάγκη τερματισμού της κατάστασης εξαίρεσης στην ελληνική αγορά εργασίας αλλά και την ανάγκη για επαναφορά των συλλογικών διαπραγματεύσεων στην Ελλάδα, ο Πρωθυπουργός τόνισε τη σημασία που έχει για το σύνολο των Ευρωπαϊκών κρατών και των πολιτών η προστασία των εργαζομένων.
Στη Διακήρυξη της Ρώμης, μετά από τις παρεμβάσεις και του Πρωθυπουργού, διατηρήθηκε, παρά τις ενστάσεις πολλών χωρών, η αναφορά στην κοινωνική Ευρώπη, ενώ προστέθηκε και ειδική αναφορά στην καταπολέμηση της ανεργίας, η οποία απουσίαζε από τα πρώτα σχέδια του κειμένου.
Σε συνέχεια της επιστολής που απέστειλε την Πέμπτη, στους επικεφαλής των ευρωπαϊκών θεσμών και στους υπόλοιπους 26 αρχηγούς των κρατών – μελών, το ζήτημα της υπεράσπισης του Ευρωπαϊκού Κοινωνικού Κεκτημένου, μια σειρά αξιωματούχων προέβησαν σε υποστηρικτικές δηλώσεις.
Συγκεκριμένα, ο επικεφαλής της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, Ζαν Κλοντ Γιούνκερ, ο προεδρεύων της Συνόδου, Ιταλός Πρωθυπουργός, Πάολο Τζεντιλόνι και ο συμπροεδρεύων Μαλτέζος Πρωθυπουργός, Γιόζεφ Μουσκάτ, έκαναν σχετικές δηλώσεις.
Επίσης, διατυπώθηκε η ομόφωνη στήριξη των Ευρωπαίων Σοσιαλιστών στο ελληνικό αίτημα για επαναφορά των συλλογικών διαπραγματεύσεων ενώ ο επικεφαλής του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου, Ντόναλντ Τουσκ, τόνισε ότι θα συνεχίσει να στηρίζει την προσπάθεια για εφαρμογή των βέλτιστων πρακτικών στις εργασιακές σχέσεις στο σύνολο της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
Η ευρεία στήριξη στις θέσεις που διατύπωσε ο Πρωθυπουργός, είναι κομβικής σημασίας αυτή την περίοδο που είναι σε εξέλιξη η διαπραγμάτευση με στόχο την επαναφορά των συλλογικών διαπραγματεύσεων στη χώρα μας.
Διότι πλέον η Ελλάδα διεκδικεί έχοντας σημαντική στήριξη από την Ευρώπη, γεγονός που αυξάνει εκθετικά τις πιθανότητες για μια επιτυχή κατάληξη των εν εξελίξει διαπραγματεύσεων για τα εργασιακά, προς όφελος του κόσμου της εργασίας.
Όσον αφορά, τη γενική εικόνα των διαπραγματεύσεων για την ολοκλήρωση της δεύτερης αξιολόγησης, οι ελληνικές αρχές συνεχίζουν να εργάζονται εντατικά, ώστε το συντομότερο δυνατό να καταλήξουμε σε μια κοινά αποδεκτή λύση, πέρα από παράλογες και ανεδαφικές απαιτήσεις.
Συγκεκριμένα, αναφέρομαι σε απαιτήσεις που έχουν διατυπωθεί κατά καιρούς από το ΔΝΤ και δυστυχώς λησμονούνται – εκούσια ή μη – στο δημόσιο διάλογο, σε μια προσπάθεια να χρεωθεί η ελληνική κυβέρνηση τις καθυστερήσεις.
Υπενθυμίζω ότι οι απαιτήσεις του ΔΝΤ για μέτρα περαιτέρω λιτότητας ύψους 3,6 δισ. ευρώ ήδη από το Δεκέμβρη του 2015, έβαλαν εμπόδια στην ολοκλήρωση της πρώτης αξιολόγησης. Εμπόδια που άρθηκαν μετά από την επίμονη προσπάθεια της ελληνικής πλευράς με αποτέλεσμα να οδηγηθούμε σε λύση χωρίς να γίνουν αποδεκτές οι απαιτήσεις αυτές.
Δυστυχώς όμως, τα ίδια εμπόδια έθεσε το ΔΝΤ και κατά τη διάρκεια των διαπραγματεύσεων για τη δεύτερη αξιολόγηση. Επανήλθε, ήδη από τον Σεπτέμβριο του 2016, με απαίτηση για επιπλέον μέτρα λιτότητας ύψους 4,5 δισ. ευρώ, κάτι που επ’ ουδενί δεν θα μπορούσε να γίνει δεκτό από την ελληνική πλευρά.
Και πάλι όμως, μετά από μια επίπονη διαπραγμάτευση, καταφέραμε να φύγει από το τραπέζι αυτή η παράλογη απαίτηση και καταλήξαμε στο πλαίσιο που συζητάμε σήμερα. Μια συμφωνία, η οποία θα έχει μηδενικό δημοσιονομικό αποτέλεσμα, καθώς μαζί με τις επιβαρύνσεις, θα υπάρξει και μια αντίστοιχου ύψους σειρά ελαφρύνσεων προς τους πολίτες.
Κατανοούμε απόλυτα την ανησυχία που μπορεί να προκαλεί η συνέχιση των διαπραγματεύσεων. Όσο όμως πεπερασμένος είναι ο χρόνος που μπορεί να αξιοποιηθεί για τις διαπραγματεύσεις, άλλο τόσο πεπερασμένες είναι και οι αντοχές τις ελληνικής κοινωνίας απέναντι στη λιτότητα.
Προκαλεί αλγεινή εντύπωση ωστόσο, η στάση ορισμένων παραγόντων οι οποίοι καθ’ υπέρβαση του θεσμικού τους ρόλου, επιλέγουν να αναπαράξουν διάφορα κινδυνολογικά σενάρια για την πορεία της οικονομίας, τη στιγμή μάλιστα που υποδεικνύουν το δίχως άλλο, την κυβέρνηση ως βασική υπεύθυνη για τις καθυστερήσεις στη διαπραγμάτευση.
Θα ήταν καλό, όσοι επιλέγουν αυτή τη στάση –επικαλούμενοι μάλιστα τη θεσμική τους ανεξαρτησία, ενώ είναι σε όλους γνωστό ότι υπήρξαν πρόσφατα πολιτικά στελέχη της σημερινής αξιωματικής αντιπολίτευσης – να αναρωτηθούν:
Ποιές θα ήταν οι επιπτώσεις στους δημοσιονομικούς στόχους του 2016 αν επιλέγαμε να συμφωνήσουμε σε μέτρα λιτότητας 3,6 δισ. το Δεκέμβρη του 2015, όπως ζητούσε το ΔΝΤ;
Ποιές θα είναι οι επιπτώσεις στην αναπτυξιακή προοπτική της ελληνικής οικονομίας αν δεχόμασταν τα μέτρα λιτότητας ύψους 4,5 δισ. για το 2018 και το 2019;
Και επίσης:
Είναι η ελληνική κυβέρνηση ή το γερμανικό υπουργείο Οικονομικών που αρνούνται τη συζήτηση για τη διευθέτηση του ελληνικού χρέους, για λόγους μάλιστα αμιγώς εσωτερικής πολιτικής;
Ή μήπως η παρούσα κυβέρνηση είναι αυτή που σχεδίασε και υλοποίησε τα προγράμματα της περιόδου 2010-2014 που εκτίναξαν το ελληνικό χρέος από το 120% στο 180%;
Οι απαντήσεις σε αυτά τα ερωτήματα είναι βεβαίως γνωστές στο πανελλήνιο, ακόμα και αν διαφεύγουν από επιφανείς τεχνοκράτες που επιλέγουν αντί να κάνουν αντικειμενικές αναλύσεις, να δημοσιολογούν και να πολιτικολογούν.
Σε κάθε περίπτωση: Οι ελληνικές αρχές συνεχίζουν να εργάζονται εντατικά στην κατεύθυνση που έχουμε επανειλημμένα περιγράψει, για την ολοκλήρωση της δεύτερης αξιολόγησης.
Την ίδια στιγμή όμως, η αξιωματική αντιπολίτευση κινείται διαρκώς ανάμεσα στη φαιδρότητα και την καταστροφολογία.
Διότι φαιδρότητα είναι η διακίνηση σεναρίων ότι η κυβέρνηση, σε συνεργασία με τμήμα των δανειστών, επιδιώκει να εγκλωβίσει τη ΝΔ σε σενάρια αυξημένης πλειοψηφίας, εν όψει της ψηφοφορίας για τη συμφωνία στη Βουλή.
Σε ό,τι μας αφορά δεν έχουμε καμία απολύτως αγωνία για το τι θα κάνει στη βουλή ο κ. Μητσοτάκης και η ΝΔ. Ο ίδιος όμως, αν έχει το θάρρος της γνώμης του, θα πρέπει με παρρησία να πει όχι μόνο ότι δεν θα ψηφίσει αλλά και ότι θα καταργήσει τη συμφωνία στην οποία θα καταλήξουμε. Όχι άλλα να λέει μέσα και άλλα έξω, διαβεβαιώνοντας τους δανειστές ότι δεν θα αλλάξει ούτε λέξη από όσα θα συμφωνηθούν. Αυτό όμως είναι και ένδειξη του απόλυτου κυνισμού του. Το πρόβλημα τελικά αφορά μόνο και αποκλειστικά τον κ. Μητσοτάκη και την παράταξη του.
Τις τελευταίες μέρες επίσης, η ΝΔ βλέποντας πως οδεύουμε στην εξεύρεση κοινού τόπου με τους θεσμούς, έχει ξεπεράσει κάθε όριο καταστροφολογίας στην προσπάθεια να προκαλέσει αποσταθεροποίηση.
Και αναρωτιέμαι αν αυτή είναι υπεύθυνη αντιπολιτευτική στάση ή απλώς η τελευταία πράξη του δράματος της αυτοκαταστροφικής πολιτικής τακτικής που υιοθέτησε ο κ. Μητσοτάκης αμέσως μετά την εκλογή του.
Ειλικρινά πάντως μιλώντας, λίγο ενδιαφέρει η αυτοκαταστροφή του κ. Μητσοτάκη. Αυτό που έχει σημασία για μας είναι ο κ. Μητσοτάκης να μην πάρει μαζί του και τη χώρα.
Γι αυτό το λόγο, η κυβέρνηση θα συνεχίσει με συνέπεια την προσπάθεια για ολοκλήρωση της β΄ αξιολόγησης, καθώς και τον αγώνα ώστε να διορθώσει τη ζημιά που έχουν προκαλέσει τόσο η ΝΔ, όσο όμως και κάποιοι από τους δανειστές, οι οποίοι επιλέγουν το δρόμο της διαρκούς καθυστέρησης, πέρα και έξω από κάθε συμφωνία αλλά και από κάθε λογική.
Παρακαλώ τις ερωτήσεις σας:
ΤΣΑΚΙΡΗΣ: Κύριε Εκπρόσωπε, είχαμε χθες δηλώσεις από τον Πάνο Σκουρλέτη για τη ΔΕΗ. Σήμερα είχαμε από την εκπρόσωπο Τύπου του ΣΥΡΙΖΑ κ. Σβίγκου ότι δεν πρέπει να ιδιωτικοποιηθεί η ΔΕΗ. Είχαμε δηλώσεις από την Αντιπρόεδρο της Βουλής, η οποία δεν απέκλεισε το ενδεχόμενο να υπάρξουν ακόμη και εκλογές ή δημοψήφισμα και ότι δεν πρέπει να γίνει δεκτή αυτή η συμφωνία. Φοβάστε από τη στιγμή που θα έρθει η συμφωνία ότι υπάρχει κίνδυνος να μην περάσει από τη Βουλή, από την κυβερνητική πλειοψηφία;
ΤΖΑΝΑΚΟΠΟΥΛΟΣ: Λοιπόν, κοιτάξτε να δείτε, θέτετε δύο διαφορετικά ερωτήματα: Το πρώτο ερώτημα έχει να κάνει με τη ΔΕΗ. Εγώ αυτό που θέλω να σας θυμίσω, είναι ότι η προηγούμενη κυβέρνηση είχε ψηφίσει και ήταν έτοιμη να εφαρμόσει ένα σχέδιο για τη Δημόσια Επιχείρηση Ηλεκτρισμού, το οποίο προέβλεπε χονδρικά τα εξής:
Πρώτον, το σχέδιο για τη «μικρή ΔΕΗ», το οποίο είχε ψηφιστεί και ήταν έτοιμο να εφαρμοστεί, που προέβλεπε την πώληση, την ιδιωτικοποίηση μεγάλου ποσοστού των παραγωγικών μονάδων της ΔΕΗ και δεύτερον, το σχέδιο για την πώληση του 66% του ΑΔΜΗΕ.
Και οι δύο αυτές αποφάσεις ανατράπηκαν από την παρούσα κυβέρνηση, η οποία οφείλω να σας πω ότι είναι απολύτως ενιαία και συμπαγής στην προσπάθειά της να διατηρήσει τον δημόσιο χαρακτήρα της ΔΕΗ. Νομίζω ότι όταν έρθει η τελική συμφωνία θα κληθούμε όλοι μαζί να πάρουμε τις συλλογικές μας αποφάσεις και αυτές οι αποφάσεις θα συγκριθούν:
Πρώτον, με τα όσα είχε συμφωνήσει η ΝΔ.
Δεύτερον, με τα όσα απαιτούσαν οι δανειστές καθ` όλη τη διάρκεια της διαπραγμάτευσης, που οφείλω να σας πω ότι πολλές φορές είναι και παράλογα, αλλά επίσης πηγαίνουν και πίσω από τα συμφωνηθέντα.
Και τρίτον, φυσικά, με τις προγραμματικές θέσεις της ίδιας της κυβέρνησης. Νομίζω ότι θα έχουμε την ευκαιρία, λοιπόν, να συγκρίνουμε την τελική συμφωνία με όλα όσα προανέφερα.
Έχω τη βαθειά πεποίθηση ότι η συμφωνία θα είναι τέτοια που δεν θα επιτρέψει την αμφισβήτησή της από κανέναν. Η κοινοβουλευτική πλειοψηφία είναι ενιαία και συμπαγής και θα συνεχίσει τη μεγάλη προσπάθεια που κάνουμε για να βγάλουμε τη χώρα από την κρίση, με όρους προστασίας της κοινωνίας, της δημόσιας περιουσίας, αλλά και των εργαζομένων.
ΚΑΛΟΓΕΡΟΠΟΥΛΟΥ: Κύριε Υπουργέ, ήθελα να σας ρωτήσω το εξής: Ο κ. Στουρνάρας δεν θα μπορούσε να κάνει, ως αρμόδιος τραπεζίτης, μια δήλωση ή να δώσει μια συνέντευξη εκφράζοντας την ανησυχία του; Το λέω αυτό, γιατί από τις δηλώσεις που κάνατε αρχικά, αντιλαμβάνομαι ότι υπάρχει μια ενόχληση. Και το ρωτάω αυτό γιατί θεωρείτε ότι υπάρχει κάποιο σχέδιο υπονόμευσης της κυβέρνησης, το οποίο εκφράζεται μέσω του κ. Στουρνάρα, ότι υπάρχει κάτι άλλο; Και θέλω και ένα άλλο ερώτημα, αν μου επιτρέπετε. Εάν σας έχει ζητηθεί επιστολή γι` αυτά που έχετε συμφωνήσει μέχρι σήμερα από τους εκπροσώπους των θεσμών.
ΤΖΑΝΑΚΟΠΟΥΛΟΣ: Θα σας πω το εξής: Οι θεσμικοί παράγοντες και ιδιαίτερα οι ανεξάρτητοι θεσμικοί παράγοντες βεβαίως και δικαιούνται και έχουν υποχρέωση να κάνουν τις εκτιμήσεις τους για τον τρόπο με τον οποίο πορεύεται η ελληνική οικονομία. Θα πρέπει, όμως, να αποφεύγουν την πολιτικολογία. Θα πρέπει να έχουν ένα καθαρό βλέμμα και να βλέπουν ότι η ευθύνη για την καθυστέρηση με όλα όσα περιέγραψα και προηγούμενα, δεν βρίσκεται, κυρίως, στη μεριά της ελληνικής κυβέρνησης. Εγώ θα έλεγα ότι δεν βρίσκεται καθόλου στη μεριά της ελληνικής κυβέρνησης, αλλά αντιθέτως έχει να κάνει με παράλογες απαιτήσεις τις οποίες έχει προβάλει το ΔΝΤ και κατά τη διάρκεια της πρώτης, αλλά κυρίως κατά τη διάρκεια της β΄ αξιολόγησης. Επομένως, αυτό το οποίο θα περίμενε κανείς θα ήταν ένα καθαρότερο και μη πολιτικό βλέμμα από παράγοντες οι οποίοι έχουν θεσμική ανεξαρτησία.
Σε ό,τι αφορά το δεύτερο ερώτημα, δεν θα μπω σε λεπτομέρειες σε ό,τι αφορά τις τεχνικές διαβουλεύσεις οι οποίες γίνονται μεταξύ θεσμών και ελληνικής κυβέρνησης. Ανταλλάσσονται καθημερινά δεκάδες e-mail, ανταλλάσσονται καθημερινά απόψεις με τους θεσμούς και τηλεφωνικά, αλλά και σε τηλεδιασκέψεις. Επομένως, δεν έχει κανένα νόημα να κάνουμε ανακοινώσεις για την κάθε μεμονωμένη επικοινωνία που γίνεται μεταξύ ελληνικής κυβέρνησης και θεσμών.
ΓΚΑΝΤΩΝΑ: Δικιά μας πρόταση, κύριε Εκπρόσωπε, έχουμε στείλει στους θεσμούς; Και αν ναι, αν περιμένουμε κάποια απάντηση και για ποια θέματα; Ευχαριστώ.
ΤΖΑΝΑΚΟΠΟΥΛΟΣ: Σας είπα ότι οι συζητήσεις που γίνονται με τους θεσμούς, οι διαβουλεύσεις είναι διαρκείς. Υπάρχουν προτάσεις και από τη δική μας μεριά και από τη μεριά των θεσμών, οι οποίες προτάσεις αφορούν το σύνολο των ανοιχτών ζητημάτων. Ξέρετε πάρα πολύ καλά ποια είναι τα ανοιχτά θέματα: Είναι το ενεργειακό ζήτημα, είναι το δημοσιονομικό ζήτημα, δηλαδή τα μέτρα και τα αντίμετρα για το 2019 και είναι και τα εργασιακά ζητήματα. Επομένως, και στους τρεις αυτούς τομείς, αλλά και σε άλλους που έχουν μικρότερη σημασία, διότι τα ζητήματα είναι περισσότερο τεχνικά, ανταλλάσσονται διαρκώς e-mail, απόψεις, προτάσεις και γίνεται ένας διαρκής διαπραγματευτικός διάλογος.
ΚΕΧΑΓΙΑ: Κύριε Εκπρόσωπε, τι πιθανότητες θα δίνατε να κλείσει εντός της εβδομάδας η αξιολόγηση στο επίπεδο SLA; Και μια διευκρίνιση. Μας είπατε, ότι το ΔΝΤ από το Σεπτέμβριο του 2016, είχε ζητήσει μέτρα 4,5 δισ. ευρώ. Αν θυμάμαι καλά, τότε, δεν βρισκόμασταν στην διαδικασία της δεύτερης αξιολόγησης. Σε τι επίπεδο έγινε αυτή η υποβολή του αιτήματος;
ΤΖΑΝΑΚΟΠΟΥΛΟΣ: Το Σεπτέμβρη του 2016;
ΚΕΧΑΓΙΑ: Ναι.
ΤΖΑΝΑΚΟΠΟΥΛΟΣ: Φυσικά και υπήρχαν διαπραγματεύσεις για την δεύτερη αξιολόγηση.
ΚΕΧΑΓΙΑ: Δεν είχε ξεκινήσει επισήμως όμως.
ΤΖΑΝΑΚΟΠΟΥΛΟΣ: Εντάξει, προφανώς όμως οι συζητήσεις είναι διαρκείς. Θυμάστε ότι όλη η διαδικασία ξεκίνησε τον Οκτώβριο-Νοέμβριο του 2016, με το περίφημο Eurogroup, της 5ης Δεκέμβρη. Αυτό σε σχέση με το δεύτερο ερώτημά σας.
Όσον αφορά το πρώτο ερώτημά σας, θα ήταν το λιγότερο ανεύθυνο από τη δική μου μεριά να δίνω αριθμητικά ποσοστά για τις πιθανότητες λήξης της αξιολόγησης. Αυτό το οποίο μπορώ να σας πω, είναι ότι οδεύουμε σε έναν δρόμο, ο οποίος φαίνεται σύντομα να καταλήγει. Υπάρχει μεγάλη πρόοδος στις διαπραγματεύσεις. Υπάρχει ένταση των συζητήσεων και ο στόχος είναι να έχουμε το δυνατόν συντομότερο την τεχνική συμφωνία, ώστε να ανοίξει ο δρόμος για τη συζήτηση που αφορά τα μεσοπρόθεσμα μέτρα για το χρέος. Ξέρετε ότι η ελληνική κυβέρνηση, από την πρώτη στιγμή, είπε ότι η δεύτερη αξιολόγηση δεν αφορά απλώς την τεχνική συμφωνία που θα επιλύσει τα ζητήματα μέχρι τον Αύγουστο του 2018, αλλά επιδιώκει να μη μεταθέσει ξανά το συνολικό πρόβλημα που αφορά σε πάρα πολύ μεγάλο βαθμό και το χρέος. Και γι’ αυτό το λόγο επιδιώκει μια ολιστική λύση, μια λύση που θα ανοίξει τελικά τον δρόμο για την έξοδο από την κρίση και την επιτροπεία. Και νομίζω, ότι ορόσημο γι’ αυτή τη λύση σε κάθε περίπτωση -χωρίς να μπορώ να προεξοφλήσω ότι θα είναι και τελικός σταθμός- είναι η εαρινή συνάντηση του Δ.Σ. του ΔΝΤ, όπου πλέον θα ληφθεί η απόφαση -ή ευελπιστούμε ότι θα ληφθεί η απόφαση του ΔΝΤ- σε ό,τι αφορά τη συμμετοχή του στο ελληνικό πρόγραμμα. Εν πάση περιπτώσει, νομίζω ότι το ΔΝΤ θα πρέπει λίγο να επιταχύνει, να υποχωρήσει σε μια σειρά από παράλογες απαιτήσεις που κάνει και να πάρει επιτέλους μια απόφαση, από την οποία ξέρετε ότι εξαρτάται σε πάρα πολύ μεγάλο βαθμό και η σταθεροποίηση της ελληνικής οικονομίας.
ΖΟΡΜΠΑ: Απεργάζεται η κυβέρνηση τυχόν σενάρια δημοψηφίσματος ή προσφυγής σε εκλογές;
ΤΖΑΝΑΚΟΠΟΥΛΟΣ: Όχι.
ΜΑΚΡΥΓΙΑΝΝΗΣ: Κύριε Εκπρόσωπε, περιγράφετε, έτσι το εκλαμβάνω τουλάχιστον, μια σχετικά αισιόδοξη, έστω και συγκρατημένα, εικόνα των διαπραγματεύσεων. Εάν είναι έτσι και είμαστε τόσο κοντά, μιλάτε για την εαρινή Σύνοδο που είναι σε λιγότερο από ένα μήνα, γιατί στελέχη, όπως ο αντιπρόεδρος της κυβέρνησης μιλούν για τον κίνδυνο, που πρέπει να αποφευχθεί βεβαίως ενός τέταρτου μνημονίου. Από πού πηγάζει αυτός ο κίνδυνος για μια τέτοια εξέλιξη; Και αν βλέπετε όντως τον κίνδυνο, μετά την τεχνική συμφωνία να μην προχωρήσουν οι συζητήσεις από γερμανικής πλευράς κυρίως για το θέμα του χρέους που θα απελευθερώσει την τελική συμφωνία.
ΤΖΑΝΑΚΟΠΟΥΛΟΣ: Κοιτάξτε να δείτε, με δεδομένο ότι ακόμη βρισκόμαστε σε μια φάση όπου η ρύθμιση του ελληνικού χρέους δεν έχει αποφασιστεί, είναι λογικό όλοι όσοι, εν πάση περιπτώσει με τον έναν ή με τον άλλο τρόπο, εμπλέκονται με το ελληνικό πρόγραμμα να εκφράζουν τις ανησυχίες τους. Η εκτίμησή μου, όμως είναι ότι πολύ σύντομα θα υπάρξει και η τεχνική συμφωνία, αλλά θα υπάρξει και μια συγκεκριμενοποίηση των μεσοπρόθεσμων μέτρων για το χρέος, πράγμα το οποίο αποτελεί την προϋπόθεση, όπως γνωρίζετε, για να μπορέσει η χώρα να ενταχθεί στο πρόγραμμα ποσοτικής χαλάρωσης της ΕΚΤ, καθώς και ο κ. Ντράγκι αλλά και ο κ. Κερέ έχουν πει ότι είναι αναγκαίο για την ένταξη της χώρας στο πρόγραμμα ποσοτικής χαλάρωσης να υπάρξει μια μελέτη βιωσιμότητας του ελληνικού χρέους, θετική εκ μέρους του ΔΝΤ.
Εδώ, όμως, δεν πρόκειται για μια απλή συζήτηση, δεν πρόκειται για μια συζήτηση η οποία, κατ’ αρχήν έχει στο κέντρο της την ελληνική κυβέρνηση, αλλά έχει στο κέντρο τις πολιτικές δυνάμεις οι οποίες υπερβαίνουν και την ελληνική κυβέρνηση, αλλά και την Ε.Ε. Αφορούν το ΔΝΤ και μια δεδομένη αντίληψη που είχε από την αρχή του ελληνικού προγράμματος, ότι απαιτείται η απομείωση του ελληνικού χρέους. Και από την άλλη μεριά τη Γερμανία, η οποία για λόγους που έχουν να κάνουν με την ιδεολογία της δημοσιονομικής αυστηρότητας που έχει η γερμανική κυβέρνηση αλλά και το γερμανικό κράτος εν συνόλω, δυσκολεύονται να αποδεχθούν μια τέτοια πρόταση. Ωστόσο, φαίνεται ότι το τελευταίο διάστημα έχουν υπάρξει βήματα από όλες τις πλευρές για να μπορέσουμε να βρούμε μια συμφωνία που θα βγάλει επιτέλους την Ελλάδα σε ένα ξέφωτο, με μια θετική μελέτη βιωσιμότητας του χρέους από το ΔΝΤ και με μια λύση που θα ανοίγει το δρόμο για την πρόσβαση της χώρας στις αγορές, όσο το δυνατόν συντομότερα.
ΑΝΤΩΝΙΟΥ: Κύριε Εκπρόσωπε, επειδή έχουμε ακούσει τους τελευταίους μήνες μία σειρά από χρονοδιαγράμματα που έχουν τεθεί για την προοπτική επίτευξης συμφωνίας, τα οποία έχουν διαψευστεί, θα ήθελα να ρωτήσω το εξής: Η κυβέρνηση συμμερίζεται τις εκτιμήσεις που διατυπώνονται από σειρά παραγόντων, όλο και πιο εμφατικά τις τελευταίες ημέρες, ότι η ελληνική οικονομία έχει εισέλθει σε εκτροχιασμό σε σχέση με την όποια σταθεροποίηση είχε επιτευχθεί το τελευταίο διάστημα; Και ότι υπάρχει τεράστιο πρόβλημα με το τραπεζικό σύστημα ή θεωρείτε ότι όλα αυτά είναι ένα θεωρητικό σχήμα και πως υπάρχει χρόνος για συνέχιση των διαπραγματεύσεων;
ΤΖΑΝΑΚΟΠΟΥΛΟΣ: Αυτό το οποίο μπορώ να σας απαντήσω είναι ότι, πολλές φορές, η εικόνα που σκιαγραφείται από διάφορους θεσμικούς παράγοντες είναι πολύ χειρότερη από την πραγματικότητα. Αυτό που θα περίμενε κανείς, δεν απλώς και μόνο να καθορίζουν ή να προτρέπουν την ελληνική κυβέρνηση να κλείσει τη συμφωνία άρον-άρον, αλλά θα έπρεπε να πουν και τη γνώμη τους για το ποιο θα πρέπει να είναι το περιεχόμενο της συμφωνίας. Με αυτή την έννοια, σας λέω ότι βεβαίως -το είπα και στην εισαγωγική μου τοποθέτηση- υπάρχει προβληματισμός σε ό,τι αφορά τις καθυστερήσεις. Ωστόσο, για τις καθυστερήσεις αυτές δεν ευθύνεται κατ’ αρχήν η ελληνική κυβέρνηση, αλλά οι παράλογες απαιτήσεις των θεσμών. Εγώ το ερώτημα που θα μπορούσα να κάνω είναι: Δηλαδή τι θα έπρεπε να κάνει η ελληνική κυβέρνηση; Να αποδεχτεί την απαίτηση του ΔΝΤ για 4,5 δισ. επιπλέον μέτρα λιτότητας, που θα οδηγούσαν την ελληνική οικονομία σε ύφεση και την ελληνική κοινωνία στο χείλος του γκρεμού; Νομίζω ότι ήταν στοιχειώδης υπευθυνότητα της ελληνικής κυβέρνησης να διαπραγματευτεί, έτσι ώστε να μην βρίσκονται στο τραπέζι αυτού του είδους οι απαιτήσεις. Και νομίζω ότι σε πολύ μεγάλο βαθμό αυτό το έχουμε καταφέρει. Το ζήτημα, λοιπόν, δεν είναι μια άρον-άρον ολοκλήρωση της αξιολόγησης. Το ζήτημα είναι να έχουμε και εν ευθέτω χρόνω ολοκλήρωση της αξιολόγησης, αλλά την ίδια στιγμή και μία συμφωνία, η οποία θα μπορεί να είναι κοινωνικά αλλά και οικονομικά βιώσιμη. Επομένως, νομίζω ότι η εικόνα είναι λίγο πιο πολύπλοκη απ’ αυτή που σκιαγραφείται από τους παράγοντες στους οποίους αναφέρεστε.
ΓΙΩΤΑΚΗ: Κύριε Εκπρόσωπε, εάν και εφόσον, όμως, προχωρήσουν οι διαπραγματεύσεις και αρθούν οι ακραίες απαιτήσεις, μέρους ή όλων των δανειστών, υπάρχει περίπτωση, και προ της επιδιωκόμενης τεχνικής συμφωνίας, η κυβέρνηση να προχωρήσει στην ψήφιση των όποιων μέτρων;
ΤΖΑΝΑΚΟΠΟΥΛΟΣ: Όχι.
ΧΑΤΖΗΝΙΚΟΛΑΣ: Κύριε Εκπρόσωπε, δύο πράγματα. Θέλω να μου διευκρινίσετε εάν και εφόσον και όταν φτάσουμε σε μία τεχνική συμφωνία, θα έρθει προς ψήφιση άμεσα στη Βουλή ή θα περιμένετε την ολοκλήρωση, τη συνολική συμφωνία, την οποία έχετε δηλώσει πολλάκις πως περιμένετε;
ΤΖΑΝΑΚΟΠΟΥΛΟΣ: Με ρωτήσατε εάν θα ξεκινήσουμε να ψηφίζουμε πριν από την ολοκλήρωση της τεχνικής συμφωνίας και σας είπα ότι δεν υπάρχει αυτό στον σχεδιασμό της ελληνικής κυβέρνησης. Μεταξύ της τεχνικής συμφωνίας και της ολοκλήρωσης της συζήτησης για το χρέος, υπάρχει πιθανότητα -δεν μπορώ να σας απαντήσω με εκατό τοις εκατό βεβαιότητα- υπάρχει πιθανότητα να ψηφιστούν κάποια από τα μέτρα τα οποία θα συμφωνηθούν. Αλλά, σε κάθε περίπτωση, όχι τα μέτρα που θα αφορούν την περίοδο μετά τη λήξη του προγράμματος.
ΧΑΤΖΗΝΙΚΟΛΑΣ: Και μία δεύτερη ερώτηση, για να ολοκληρώσω. Πώς σχολιάζετε την υπαναχώρηση της ΝΔ, διά στόματος του κοινοβουλευτικού της εκπροσώπου, του κυρίου Βορίδη, που άφησε ανοιχτό το ενδεχόμενο χθες να ψηφίσει κάποια από τα μέτρα της συμφωνίας;
ΤΖΑΝΑΚΟΠΟΥΛΟΣ: Σας είπα ότι το πρόβλημα σε σχέση με την ψήφιση της συμφωνίας, δεν είναι πρόβλημα της κυβέρνησης, είναι πρόβλημα της ΝΔ. Εμείς αυτό το οποίο περιμένουμε από τον κύριο Μητσοτάκη, από την αξιωματική αντιπολίτευση, είναι η στοιχειώδης γενναιότητα να πουν ότι: είτε ψηφίζουν, είτε θα καταργήσουν τα μέτρα. Δεν μπορούν να ξεφύγουν από το αμείλικτο ερώτημα, λέγοντας ότι δεν ψηφίζουν μεν, αλλά θα εφαρμόσουν δε. Νομίζω ότι εάν διαφωνούν με τα μέτρα, θα πρέπει να έχουν τη στοιχειώδη παρρησία να πουν ότι εάν και εφόσον και όταν εκλεγούν κυβέρνηση θα τα καταργήσουν.
ΣΤΡΑΤΑΚΗΣ: Εξ αφορμής της ερώτησης του συναδέλφου και της απάντησής σας, εγώ θέλω να ρωτήσω, σχετικά με αυτό -γιατί έχω και μία άλλη ερώτηση- υπάρχει ρητή δέσμευση της κυβέρνησης ή αίτημα της τρόικας, του κουαρτέτου, να περάσει από τη Βουλή η όποια συμφωνία ή είναι στη διακριτική ευχέρεια της κυβέρνησης να μην περάσει από τη Βουλή ή να υπάρξει, παραδείγματος χάρη, πράξη Πολιτικού Συμβουλίου, να υπάρξει Πράξη Νομοθετικού Περιεχομένου;
ΤΖΑΝΑΚΟΠΟΥΛΟΣ: Κύριε Στρατάκη, εμείς δεν κρυβόμαστε. Ό,τι συμφωνήσουμε, θα το φέρουμε προς ψήφιση στη Βουλή. Δεν φοβόμαστε ούτε την κοινοβουλευτική πλειοψηφία, όπως φοβόταν η προηγούμενη κυβέρνηση, ούτε τον ελληνικό λαό. Και αυτό το έχουμε αποδείξει, διότι όσα έχουν συμφωνηθεί με τους θεσμούς, δεν έχουν έρθει στη Βουλή με ένα άρθρο, έτσι ώστε να αποφύγουμε διαρροές από την κοινοβουλευτική πλειοψηφία. Πράγμα το οποίο ήταν πρακτική των κυρίων Σαμαρά και Στουρνάρα. Έρχονται ως ξεχωριστά άρθρα, ως ξεχωριστές παράγραφοι σε συγκεκριμένα άρθρα και έχουμε πάντοτε τη γενναιότητα να υπερασπιζόμαστε αυτό το οποίο συμφωνούμε.
ΣΤΡΑΤΑΚΗΣ: Μιας και μιλήσατε για πολιτικολογούντες θεσμικούς παράγοντες, σε μια κρίσιμη περίοδο που βρίσκεται σε εξέλιξη η διαπραγμάτευση, οι θεσμικοί αυτοί παράγοντες συνεργάζονται με την κυβέρνηση; Θα έπρεπε να συνεργάζονται; Και μιας και μιλάμε για πρώην πολιτικούς, ο κύριος Σημίτης σε μια συνέντευξή του, που θα μεταδοθεί απόψε, αναφέρει -τουλάχιστον όπως είδαμε στο τρέιλερ- ότι η μόνη λύση αυτή την ώρα είναι οι εκλογές, ταυτιζόμενος κατά μία έννοια με το αίτημα του Κυριάκου Μητσοτάκη. Το σχόλιό σας.
ΤΖΑΝΑΚΟΠΟΥΛΟΣ: Σε ό,τι αφορά τις θεσμικές συνεργασίες της κυβέρνησης, αυτές είναι άψογες στο πλαίσιο των αρμοδιοτήτων και των εξουσιών που προβλέπει το Ελληνικό Σύνταγμα για την ελληνική κυβέρνηση. Σε ό,τι αφορά τη δεύτερη ερώτηση, νομίζω ότι προφανώς δεν μπορούμε να σχολιάσουμε μια συνέντευξη η οποία δεν έχει δοθεί ή τουλάχιστον δεν έχει προβληθεί δημοσίως. Όταν προβληθεί δημοσίως, θα κάνουμε και τα σχετικά σχόλια. Ωστόσο, ο κύριος Σημίτης νομίζω πως είναι ο τελευταίος που θα μπορούσε να προτείνει λύσεις για το ελληνικό πρόβλημα, καθώς είναι ένας από τους βασικούς υπεύθυνους για το γεγονός ότι η ελληνική οικονομία έφτασε στο σημείο που έφτασε το 2009 και χρειάστηκε τη στήριξη του επίσημου τομέα. Είναι ένας από τους αρχιτέκτονες της καταστροφής της ελληνικής οικονομίας.
ΜΑΝΗ: Είπατε πριν ότι η προηγούμενη κυβέρνηση είχε έτοιμο σχέδιο να εφαρμόσει, μεταξύ άλλων, την ιδιωτικοποίηση μεγάλου ποσοστού παραγωγικών μονάδων της ΔΕΗ. Διευκρινίστε μας, αυτό δεν συζητάμε και τώρα στη διαπραγμάτευση, την ιδιωτικοποίηση μεγάλου ποσοστού παραγωγικών μονάδων της ΔΕΗ;
ΤΖΑΝΑΚΟΠΟΥΛΟΣ: Δεν θα μπω σε τεχνικές λεπτομέρειες. Αυτό που μπορώ να σας πω είναι ότι σε καμία περίπτωση δεν συζητάμε ένα σχέδιο που θα μπορούσε με τον οποιονδήποτε τρόπο να συγκριθεί με το σχέδιο της μικρής ΔΕΗ. Αυτό το οποίο υπερασπίζεται η ελληνική κυβέρνηση σε αυτή τη φάση είναι το δημόσιο χαρακτήρα της Επιχείρησης Ηλεκτρισμού.
ΜΑΝΗ: Και αν μου επιτρέπετε, γιατί δεν πρόλαβα να σας κάνω και μια δεύτερη ερώτηση. Στους θεσμικούς παράγοντες που καταστροφολογούν για την οικονομία, η κυβέρνηση εντάσσει τον κύριο Στουρνάρα; Αυτό ήθελα να σας ρωτήσω.
ΤΖΑΝΑΚΟΠΟΥΛΟΣ: Νομίζω πως σε ό,τι σχόλιο έχω κάνει σε σχέση με θεσμικούς παράγοντες, οι οποίοι έχουν λάβει θέση το προηγούμενο διάστημα για την ελληνική οικονομία, ήμουν αρκετά σαφής.
ΣΑΒΒΟΠΟΥΛΟΥ: Ωστόσο, κύριε Εκπρόσωπε, δεν άκουσα αν συμμερίζεστε τα στοιχεία που έχουν δώσει αυτοί οι θεσμικοί παράγοντες, τόσο για την εκροή καταθέσεων, για το τραπεζικό σύστημα και ότι όσο καθυστερούμε το πρόγραμμα, δεν πρόκειται…
ΤΖΑΝΑΚΟΠΟΥΛΟΣ: Αυτό το οποίο προσπαθώ να εξηγήσω καθ΄ όλη τη διάρκεια αυτής της ενημέρωσης είναι ότι ο κίνδυνος να μην βγει το πρόγραμμα θα αυξηθεί, εφόσον δεν θα καταλήξουμε σε μια συνολική συμφωνία. Σε μια συμφωνία, δηλαδή, που δεν θα μεταθέτει το πρόβλημα του χρέους και το πρόβλημα της δημοσιονομικής πορείας για μετά τη λήξη του προγράμματος, τον Σεπτέμβριο, τον Οκτώβριο, τον Νοέμβριο του 2017. Αυτό είναι που προσπαθεί η ελληνική κυβέρνηση, ενώ την ίδια στιγμή διαπραγματεύεται πάρα πολύ σκληρά, έτσι ώστε να υπάρξει μια συμφωνία, η οποία θα είναι κοινωνικά βιώσιμη. Όλοι όσοι, λοιπόν, τοποθετούνται σε σχέση με το ελληνικό πρόγραμμα, θα πρέπει να μας πουν, πέρα από το πότε πρέπει να κλείσει η συμφωνία και με ποιον τρόπο προτείνουν να κλείσει η συμφωνία. Τι λένε, δηλαδή, για τις απαιτήσεις τις οποίες προβάλλει το ΔΝΤ; Είναι λογικές; Θα βοηθήσουν την ελληνική οικονομία να ξεφύγει από την ύφεση στην οποία την είχαν καταδικάσει οι προηγούμενες κυβερνήσεις, στις οποίες όλοι θυμάστε ποιοι ήταν υπουργοί Οικονομικών; Για την ύφεση, λοιπόν, θα βοηθούσε η αποδοχή της πρότασης του ΔΝΤ; Ναι ή όχι; Η γνώμη μου είναι, λοιπόν και σας το ξαναείπα και προηγουμένως, ότι χρειάζεται ένα καθαρότερο βλέμμα όταν μιλάμε για την ελληνική οικονομία, όταν μιλάμε για την πορεία της διαπραγμάτευσης. Χρειάζεται ένα βλέμμα το οποίο είναι περισσότερο ψύχραιμο και λιγότερο πολιτικά εντασσόμενο σε συγκεκριμένες πολιτικές στρατηγικές.
ΣΒΕΡΚΟΣ: Επιστρέφω στις πρόσφατες τοποθετήσεις του κ. Στουρνάρα και στην επικείμενη του κ. Σημίτη, γιατί έχουν βγει κάποια στοιχεία, κάποια αποσπάσματα από τη συνέντευξη του πρώην πρωθυπουργού, που πρόκειται να προβληθεί. Θεωρείτε ότι είναι τυχαία η σύμπτωση των απόψεων και των εκτιμήσεων των δύο αυτών παραγόντων; Και μιλώ, όσον αφορά τον κ. Στουρνάρα, για την πολιτικολογία. Διότι ο κ. Στουρνάρας είπε αυτά που είπε. Ο κ. Σημίτης λέει ότι φοβάται ατύχημα στη διαπραγμάτευση. Αυτή η ενεργοποίηση, λοιπόν, είναι τυχαία; Τι ακριβώς συμβαίνει;
ΤΖΑΝΑΚΟΠΟΥΛΟΣ: Αυτό κ. Σβέρκο νομίζω ότι πρέπει να το ρωτήσετε στους ίδιους αφενός και αφετέρου, νομίζω ότι ο ελληνικός λαός έχει τη σοφία και μπορεί και κρίνει.
ΜΟΥΡΕΛΑΤΟΣ: Κύριε Εκπρόσωπε, είπατε νωρίτερα πως η κυβέρνηση έχει ενιαία και συμπαγή στάση σε ό,τι αφορά τη ΔΕΗ. Και θέλω να μου πείτε, αν αντιλαμβάνεστε, κατ΄ αρχήν, ως ταυτόσημες τις δηλώσεις του κ. Πιτσιόρλα από τη μία, ο οποίος είπε ότι πρέπει να ξεπεράσουμε τον κρατισμό και να μπει η ΔΕΗ σε ένα μοντέλο Cosco και τις δηλώσεις του κ. Σκουρλέτη από την άλλη. Και μια δεύτερη ερώτηση: Ο κ. Σταθάκης έχει πει πως «αν θες εχθρούς, κάνε αλλαγές». Θέλω να ξέρω αν η κυβέρνηση θεωρεί εχθρούς τους συνδικαλιστές της ΓΕΝΟΠ-ΔΕΗ και πώς θα τους αντιμετωπίσετε σε περίπτωση απεργιών;
ΤΖΑΝΑΚΟΠΟΥΛΟΣ: Το ζήτημα της λειτουργίας και της οικονομικής πορείας της ΔΕΗ είναι πολύ πολύπλοκο για να μπορέσει να εξαντληθεί σε μια πρόταση. Νομίζω ότι χρειάζεται πολύ μεγάλη συζήτηση πέρα και έξω από τα ζητήματα που έχουν να κάνουν με την τρέχουσα διαπραγμάτευση. Σε ό,τι αφορά τους συνδικαλιστές, η κυβέρνηση ποτέ δεν τους αντιμετωπίζει ως εχθρούς. Αντιθέτως, προσπαθεί να βρίσκεται σε διαρκή διάλογο μαζί τους. Και σας λέω ότι όταν τελικά έρθει η συνολική συμφωνία, θα μπορέσουμε να την αποτιμήσουμε και να τη συγκρίνουμε και με όσα είχαν συμφωνηθεί στο παρελθόν και με όσα ζητούσαν οι δανειστές, αλλά και με τις προγραμματικές θέσεις της κυβέρνησης.
ΠΕΡΔΙΚΑΡΗΣ: Επ΄ αυτού: Μιλήσατε για συλλογικές αποφάσεις. Εικάζω ότι αυτές θα δεσμεύσουν το σύνολο της Κοινοβουλευτικής Ομάδας. Σε περίπτωση που υπάρξει οποιαδήποτε διαφωνία, θα καλέσετε τους βουλευτές αυτούς να παραιτηθούν πριν ψηφίσουν στη Βουλή;
ΤΖΑΝΑΚΟΠΟΥΛΟΣ: Δεν θα κάνω σχόλιο επί υποθετικού σεναρίου. Δεν υπάρχει τέτοια πιθανότητα. Οι συλλογικές αποφάσεις δεσμεύουν αυτονοήτως τους πάντες, οι οποίοι συμμετέχουν στα συλλογικά Όργανα, είτε αυτά είναι τα συλλογικά κυβερνητικά Όργανα, είτε είναι η Κοινοβουλευτική Ομάδα, είτε είναι οι Κεντρικές Επιτροπές των Κομμάτων που συμμετέχουν στην κυβέρνηση.
ΛΙΟΝΑΚΗΣ: Σχετικά με τις καθυστερήσεις στην ολοκλήρωση της αξιολόγησης, αποδώσατε την ευθύνη στο ΔΝΤ. Η αντιπολίτευση, ωστόσο, αποδίδει ολόκληρη την ευθύνη στην κυβέρνηση για τις καθυστερήσεις στο κλείσιμο της αξιολόγησης. Πώς κρίνετε, λοιπόν, αυτή τη στάση; Και μια δεύτερη ερώτηση, σχετικά με τη στάση της αντιπολίτευσης: Χθες, είχαμε μια ανακοίνωση της ΟΝΝΕΔ σχετικά με τα εγκαίνια του Μουσείου «Νίκος Μπελογιάννης» από τον Πρωθυπουργό σε αρκετά εμφυλιοπολεμικό –θα λέγαμε- κλίμα, κατηγορώντας τον Πρωθυπουργό ότι (διαβάζω σε εισαγωγικά) «ως γνήσιος εκφραστής μετεμφυλιακών συμπλεγμάτων επιλέγει να υμνήσει έναν πρωταγωνιστή των ετών του διχασμού, πιστός στην επαίσχυντη και εκδικητική συνθηματολογία του ακροατηρίου του ΕΑΜ-ΕΛΑΣ-Μελιγαλάς». Έχετε κάποιο σχόλιο για τη Νεολαία της Ν.Δ. και την αξιωματική αντιπολίτευση;
ΤΖΑΝΑΚΟΠΟΥΛΟΣ: Πρόκειται για κατάπτυστο σχόλιο. Δεν νομίζω ότι υπάρχει κανένας λόγος να σχολιάσουμε τίποτε περισσότερο. Ο Νίκος Μπελογιάννης, το μοναδικό το οποίο αξίζει, είναι τιμή. Σε ό,τι αφορά το πρώτο σκέλος του ερωτήματός σας, νομίζω ότι ήμουν απολύτως ξεκάθαρος. Είπα με πολύ μεγάλη σαφήνεια ότι η καθυστέρηση στην αξιολόγηση, η καθυστέρηση στην ολοκλήρωση των διαπραγματεύσεων προφανώς προβληματίζει την ελληνική κυβέρνηση. Ωστόσο, νομίζω ότι είναι προφανές στον οποιονδήποτε θέλει να κοιτά καλοπροαίρετα τις διαπραγματευτικές εξελίξεις, ότι η βασική ευθύνη δεν βρίσκεται στην πλευρά της ελληνικής κυβέρνησης. Αυτό το οποίο προσπαθεί η ελληνική κυβέρνηση διαρκώς είναι να εξορθολογήσει τη συζήτηση, να σταματήσει τις, πολλές φορές, ακατανόητες κωλυσιεργίες που υπάρχουν από διάφορες πλευρές εκ μέρους των δανειστών και να φτάσουμε, όσο το δυνατόν συντομότερα, σε μια λύση η οποία θα είναι κοινωνικά βιώσιμη.
ΜΑΛΤΕΖΟΥ: Μια ερώτηση για τους επικεφαλής των θεσμών: Αναμένεται ακόμα να επιστρέψουν πριν από το Eurogroup της 7ης Απριλίου; Και ο μόνος τρόπος, από ό,τι καταλαβαίνω –διορθώστε με αν κάνω λάθος- για να υπάρχει τεχνική συμφωνία μέχρι το Eurogroup, είναι να υποχωρήσει το ΔΝΤ στις απαιτήσεις του;
ΤΖΑΝΑΚΟΠΟΥΛΟΣ: Όχι. Εγώ αυτό το οποίο προσπάθησα να σας πω ήταν να δώσω μια εξήγηση για τους λόγους για τους οποίους δεν έχουμε φτάσει ακόμα σε συμφωνία. Αυτή τη στιγμή, σας έχω πει ότι οι διαπραγματεύσεις συνεχίζονται με εντατικούς ρυθμούς. Έχουν υπάρξει αμοιβαίες υποχωρήσεις και από την ελληνική κυβέρνηση και από το ΔΝΤ, οι οποίες οδήγησαν και στη συμφωνία της 20ης Φεβρουαρίου. Από εκεί και πέρα, υπάρχουν τεχνικά ζητήματα και επιμέρους διαφωνίες, οι οποίες, το επόμενο διάστημα, δηλαδή τις επόμενες ημέρες, έχω την πεποίθηση ότι θα επιλυθούν και στη συνέχεια, θα ακολουθήσουν όλες οι απαραίτητες διαδικασίες για να φτάσουμε σε μια τεχνική συμφωνία το συντομότερο δυνατόν.
ΜΑΚΡΥΓΙΑΝΝΗΣ: Παίρνοντας αφορμή από αυτά τα οποία είπατε, κύριε Εκπρόσωπε, για τους θεσμικούς παράγοντες και τις πολιτικολογίες, αλλά και κάποια σενάρια που είδαν το φως της δημοσιότητας προ ημερών περί ευρύτερων συναινέσεων για την έγκριση της συμφωνίας, βλέπετε ότι πίσω από όλα αυτά μπορεί να υπάρχουν πιέσεις, επιδιώξεις, σχεδιασμοί για πολιτικές εξελίξεις τύπου οικουμενικών κυβερνήσεων και πάει λέγοντας;
ΤΖΑΝΑΚΟΠΟΥΛΟΣ: Είναι πολύ πιθανό. Ωστόσο, αυτό το οποίο θέλω να σας πω είναι ότι δεν βρίσκεται ούτε στις προθέσεις, ούτε στους σχεδιασμούς της κυβέρνησης η οποιαδήποτε πολιτική αλλαγή. Αυτό το οποίο θέλουμε είναι να εξασφαλίσουμε μια καλή συμφωνία και να ολοκληρώσουμε το 2019 ένα πάρα πολύ δύσκολο εγχείρημα με την έξοδο της Ελλάδας από την επιτροπεία.
Σας ευχαριστώ πολύ.