Σημεία συνέντευξης στον ΣΚΑΙ 100,3
Σημεία συνέντευξης του Υφυπουργού παρά τω Πρωθυπουργώ και Κυβερνητικού Εκπροσώπου Παύλου Μαρινάκη στον ΣΚΑΙ 100,3 και τον δημοσιογράφο Παύλο Τσίμα
ΣΧΕΤΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΝ ΑΠΕΔΩΣΕ Η ΧΤΕΣΙΝΗ ΣΥΝΑΝΤΗΣΗ ΤΟΥ ΠΡΩΘΥΠΟΥΡΓΟΥ ΚΥΡΙΑΚΟΥ ΜΗΤΣΟΤΑΚΗ ΜΕ ΤΟΝ ΠΡΟΕΔΡΟ ΤΗΣ ΓΑΛΛΙΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ ΕΜΜΑΝΟΥΕΛ ΜΑΚΡΟΝ ΣΤΟ ΠΑΡΙΣΙ ΣΕ ΣΧΕΣΗ ΜΕ ΤΟ ΘΕΜΑ ΠΩΛΗΣΗΣ ΠΥΡΑΥΛΩΝ ΣΤΗΝ ΤΟΥΡΚΙΑ
«Δεν βασίζονται σε πραγματικά δεδομένα οι ανταποκρίσεις αυτές, κ. Τσίμα ότι δεν απέδωσε. Ήταν μια συνάντηση του Έλληνα Πρωθυπουργού και του Προέδρου της Γαλλικής Δημοκρατίας Εμμανουέλ Μακρόν, που κράτησε περίπου μία ώρα. Δεν θέλουμε να πούμε κάτι περισσότερο από όσα έχουμε πει για το συγκεκριμένο θέμα, επιμένοντας ότι δικός μας στόχος είναι η προώθηση όλο και πιο αποτελεσματικών πολιτικών σε επίπεδο διπλωματίας και αμυντικής ενίσχυσης. Οι διατυπώσεις οι οποίες βγήκαν από την ανακοίνωση της άλλης πλευράς, νομίζω επιβεβαιώνουν ότι η συνάντηση πήγε καλά. Από εκεί και πέρα, όμως, θεωρώ ότι οι αναλύσεις αυτές που νομίζω γίνονται συνεχώς τα τελευταία χρόνια και έχουν ως στόχο να «κοντύνουν» την Ελλάδα, ενώ η Ελλάδα έχει ψηλώσει περισσότερο από οποιαδήποτε άλλη χρονική περίοδο, δεν βασίζονται στην πραγματικότητα».
«Εμείς δεν μπορούμε να ετεροπροσδιορίσουμε την τακτική μας, την πολιτική μας, την πολιτική της αμυντικής θωράκισης με βάση συμφωνίες οι οποίες συνάπτονται μεταξύ άλλων κρατών. Το αντιλαμβάνεστε, νομίζω, αυτό και να το κάνουμε και σαφές στους πολίτες για να είμαστε ακριβείς. Αυτό είναι το πρώτο. Το δεύτερο είναι ότι αν δει κανείς τι συνέβη κανείς τα τελευταία πεντέμισι χρόνια, τι ζητούσε η Ελλάδα, τι ήταν ζητούμενο για την Ελλάδα, μέχρι το 2019 και τι είναι δεδομένο σήμερα, αν κάτσει κανείς και τα δει συγκριτικά, θα καταλάβει ότι μιλάμε για μια εντελώς άλλη εικόνα. Για μια Ελλάδα η οποία αυτή την στιγμή και σε αμυντικό επίπεδο, δηλαδή σε επίπεδο εξοπλιστικής θωράκισης, έχει ανέβει αρκετά επίπεδα σε σχέση με το τι ζητούσε. Και όλα αυτά είναι εξασφαλισμένα. Το τρίτο που θέλω να πω είναι ότι η χώρα μας έχει πάρει ως κράτος – μέλος της Ε.Ε. και του ΝΑΤΟ όλες τις αναγκαίες και αυτονόητες -θα πω εγώ- διαβεβαιώσεις για ζητήματα ασφαλείας. Το τελευταίο που μπορώ να πω, χωρίς να μπορώ να επεκταθώ στο συγκεκριμένο θέμα για αυτονόητους λόγους, είναι γενικότερα να μην κάνουμε -και δεν αναφέρομαι σε εσάς ούτε στους συναδέλφους σας σε καμία περίπτωση- απλοϊκές αναλύσεις μόνο και μόνο για να φτιάξουμε ένα αφήγημα, είτε ενδοτισμού είτε ανεπάρκειας της Ελλάδας σε αυτά τα ζητήματα. Ας τα δούμε λίγο καθαρά τα πράγματα, ας δούμε πόσο έχει οχυρωθεί και πόσο έχει «ψηλώσει» η Ελλάδα και ας προχωρήσουμε με αυτό.»
ΣΧΕΤΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΔΗΜΟΣΙΕΥΜΑ ΣΤΟΥΣ «FINANCIALS TIMES» ΠΟΥ ΔΙΝΕΙ ΤΗΝ ΕΙΚΟΝΑ ΑΛΛΑΓΗΣ ΤΡΟΠΟΥ ΠΟΥ Η ΕΥΡΩΠΗ ΑΝΤΙΜΕΤΩΠΙΖΕΙ ΤΟΥΣ ΑΜΥΝΤΙΚΟΥΣ ΠΡΟΎΠΟΛΟΓΙΣΜΟΥΣ ΤΩΝ ΧΩΡΩΝ
«Όλο και περισσότερες καλές διατυπώσεις οι οποίες μας φέρνουν πιο κοντά στον στόχο. Αν την πρώτη τετραετία βάσει των δεδομένων και των αναγκών που προέκυψαν από την πανδημία, η κορυφαία διεκδίκηση προσωπικά του Πρωθυπουργού εκτός συνόρων, ήταν το Ταμείο Ανάκαμψης, και τα χρήματα που χρειάστηκαν για να κρατηθεί όρθια η οικονομία για την αντιμετώπιση των συνεπειών της πανδημίας, αν αυτό ήταν η κορυφαία διεκδίκηση, και νομίζω με πολύ μεγάλη επιτυχία. Και, μάλιστα, λεφτά τα οποία δεν πάνε σε λίγους, αλλά πάνε σε πολύ σημαντικές ανάγκες της κοινωνίας. Την δεύτερη τετραετία η κορυφαία διεκδίκηση του Πρωθυπουργού, μαζί με το ρεύμα, η κορυφαία, όμως, διεκδίκηση έχει να κάνει με τις αμυντικές δαπάνες. Εδώ για να γίνουμε ακριβείς ζητάμε δύο πράγματα. Το ένα είναι η εξαίρεση των αμυντικών δαπανών από τους δημοσιονομικούς στόχους. Και το δεύτερο είναι ένα ενιαίο ταμείο ευρωπαϊκής άμυνας 100 δισεκατομμυρίων ευρώ, ένα νέο, δηλαδή, τρόπον τινά, «Ταμείο Ανάκαμψης», ούτως ώστε και να αποκτήσει η Ευρώπη μια κοινή αμυντική στρατηγική και βέβαια να καλυφθούν οι ανάγκες των χωρών. Η πρόταση αυτή διαφαίνεται -θυμίζω ότι είναι μια πρόταση που την έχει υποβάλλει μαζί με τον Ντόναλντ Τούσκ ο Έλληνας Πρωθυπουργός, εδώ και πολύ μεγάλο χρονικό διάστημα και έχει προαναγγείλει την πρόταση αυτή τουλάχιστον δύο χρόνια πριν- έχει διπλή αξία, η μία είναι η αυτονόητη, δηλαδή ότι θωρακιζόμαστε παραπάνω και ως χώρα και ως Ευρωπαίοι πολίτες αμυντικά και το δεύτερο είναι ότι θα μπορέσουμε να εξοικονομήσουμε πολύ σημαντικά χρήματα για άλλες δαπάνες, όπως είναι η Υγεία, η Παιδεία και άλλες πολλές ανάγκες που έχει η κοινωνία. Άρα, αισιοδοξούμε, νιώθουμε μια πρώτη αίσθηση ότι δικαιώνεται μια στρατηγική, αλλά μέχρι να το δούμε αυτό να γίνεται θα συνεχίσουμε να παλεύουμε για κάτι το οποίο είναι κομβικής σημασίας για την Ελλάδα.
Σίγουρα οι εκλογικές διαδικασίες και οι πολιτικές εξελίξεις στην Ευρώπη, είναι μια σημαντική παράμετρος, όμως, η Ευρώπη και τα κράτη της έχουν συνέχεια. Και οι διατυπώσεις της Ούρσουλα φον ντερ Λάιεν και του Αντόνιο Κόστα και πλέον μιας σειράς ηγετών, σε μια πρόταση, την οποία -το ξαναλέω- όταν την έκανε ο Έλληνας Πρωθυπουργός με λίγους ακόμα Ευρωπαίους ηγέτες, ήταν σχεδόν ουτοπική, φαίνεται ότι καθίσταται αναγκαία η υλοποίησή της.
ΣΧΕΤΙΚΑ ΜΕ ΤΗ ΔΙΕΡΕΥΝΗΣΗ ΤΟΥ ΔΥΣΤΥΧΗΜΑΤΟΣ ΤΩΝ ΤΕΜΠΩΝ
Πάνω σε μια τραγωδία, πάνω σε ένα τραγικό δυστύχημα, όπου κάθε νοήμων άνθρωπος, κάθε συμπολίτης μας απαιτεί Δικαιοσύνη χωρίς εξαιρέσεις ως προς τα πρόσωπα και ως προς τις κατηγορίες, Δικαιοσύνη όμως μόνο από τη Δικαιοσύνη και από κανέναν άλλον, κυρίως για να δικαιωθούν όσο μπορεί να «δικαιωθούν» οι άνθρωποι που έχασαν δικούς τους ανθρώπους και ο πόνος τους δεν μπορεί να γίνει αντιληπτός από κάποιον που δεν το έχει βιώσει αυτό, να ησυχάσουν, να αποδοθεί Δικαιοσύνη, εν πάση περιπτώσει, κάπως να απαλυνθεί, όσο μπορεί να απαλυνθεί, ο πόνος αυτών των ανθρώπων, ο οποίος δεν συγκρίνεται με κανέναν άλλον πόνο. Αυτό, λοιπόν, είναι μια πάνδημη απαίτηση. Πάνω, λοιπόν, σε αυτή την ανάγκη για Δικαιοσύνη, πάνω στην οργή, πάνω στις απορίες, πάνω στη στενοχώρια, έχει χτιστεί για άλλη μια φορά μια προσπάθεια χυδαίας εργαλειοποίησης από την Αντιπολίτευση, η οποία έχει ως αποτέλεσμα δύο πάρα πολύ μεγάλα ζητήματα: Το ένα είναι η αμφισβήτηση των θεσμών και της Δικαιοσύνης, το οποίο θα το βρούμε μπροστά μας και πρέπει να παλέψουμε, ούτως ώστε να αποκατασταθεί η εμπιστοσύνη των πολιτών. Για να βρουν πολιτικό σωσίβιο, ενώ σε όλα τα σοβαρά κράτη οι πολύ σοβαρές υποθέσεις, τα πολύ σοβαρά ζητήματα δεν γίνονται αντικείμενα πολιτικής εκμετάλλευσης, συγκεκριμένα κόμματα και δυστυχώς έχει προσχωρήσει και το ΠΑΣΟΚ τελευταία σε αυτή τη λογική, χρησιμοποιούν, εργαλειοποιούν τον πόνο δυστυχισμένων ανθρώπων και την αγωνία της κοινωνίας για να επιβιώσουν πολιτικά. Ως προς τα βίντεο, εγώ θα σας πω κάτι: Τα βίντεο, εάν είναι γνήσια, γιατί αν δεν είναι γνήσια δεν έχει νόημα να συζητάμε, φαίνεται ότι είναι σημαντικά στοιχεία και εγώ δεν θα αλλάξω την απάντησή μου. Ό,τι απαντούσα μέχρι σήμερα θα συνεχίσω να απαντώ. Γιατί θέλω να πω, πριν και πάνω απ΄ όλα πρέπει να σεβόμαστε τη διάκριση των εξουσιών και το τι ορίζει το Σύνταγμά μας και αυτά τα βίντεο και τα προηγούμενα στοιχεία και τα πάντα θα τα αξιολογήσει όπως πιστεύει η Δικαιοσύνη. Εμείς ούτε πορίσματα θα βγάλουμε, ούτε αποφάσεις θα βγάλουμε. Αλλά επειδή ακούω ένα επιχείρημα τελευταία, το οποίο υπονοεί ένα ενδεχόμενο όφελος για την Κυβέρνηση.
Λένε και τώρα τα θυμηθήκαν; Πάντως κ. Τσίμα να συμφωνήσουμε ότι ο τελευταίος ο οποίος θα είχε όφελος από αυτή την καθυστερημένη εισφορά των video αυτών, επαναλαμβάνω, υπό τον όρο να με γνήσια, αλλιώς δεν έχει νόημα να συζητάμε, ο τελευταίος που «κέρδισε» από αυτή την καθυστερημένη κατάθεση είναι η Κυβέρνηση. Άρα το να απαντάει η Κυβέρνηση για αυτή την καθυστέρηση νομίζω δεν έχει κάποια ουσία, κάποια βάση.
Αν τα video είναι γνήσια και πιστέψτε με η γνησιότητα των video δεν θα βεβαιωθεί από κάποιο, όπως αντιλαμβάνεστε, κυβερνητικό στέλεχος. Αλλά από μια σειρά από έμπειρα στελέχη τα οποία έχουν προηγμένες μεθόδους και δεν θα πιστοποιηθεί μόνο από μία διαδικασία, αλλά από μια σειρά από ελέγχους που θα κάνουνε ανεξάρτητες υπηρεσίες, πραγματογνώμονες, η Ελληνικής Αστυνομία. Αντιλαμβάνεστε για τι επίπεδο ελέγχου υπόκειται ένα τόσο σοβαρό στοιχείο, το οποίο εισήλθε στην δικογραφία τις τελευταίες εβδομάδες.
Αντιλαμβάνεστε λοιπόν ότι αν, το ξαναλέω αν, γιατί πρέπει να είμαστε πολύ προσεκτικοί, γιατί έχουμε να κάνουμε με μία τόσο σοβαρή και τόσο τραγική υπόθεση, ένα τόσο τραγικό δυστύχημα, τότε η συζήτηση έχει να κάνει με το χρόνο. Εφόσον λοιπόν αυτά τα video είναι γνήσια, δεν νομίζω ότι είχε κάποιος συμφέρον να τα φέρει καθυστερημένα. Οι απαντήσεις δίνονται και αξιολογούνται από την εταιρία και το ξαναλέω. Δεν θα κάνουμε το Δικαστήριο εμείς, δεν θα βγάλουμε εμείς τα πορίσματα. Το μόνο σίγουρο είναι ότι μέχρι να τελειώσει αυτή η αποδεικτική- ανακριτική διαδικασία, όσοι έσπευσαν να βγάλουν συμπεράσματα και όσοι έσπευσαν να βγάλουν πολιτικό αφήγημα πριν καλά – καλά η Δικαιοσύνη πάρει τις πρώτες της αποφάσεις, όχι σε πρώτο βαθμό, ούτε καν σε επίπεδο προδικασίας, δεν ήθελαν να μαθευτεί η αλήθεια, δεν ήθελαν να αποδοθεί Δικαιοσύνη, ήθελαν να αποκομίσουν πολιτικά οφέλη. Αυτό είναι ξεκάθαρο και φαίνεται και από μία σειρά από αποκαλύψεις, όπως για παράδειγμα το video που δείχνει κύριε Τσίμα, τον τότε αρχηγό της Αντιπολίτευση, τον κ. Ν. Παππά, υπηρεσιακό αρχηγό Αντιπολίτευσης, να κατηγορεί την Κυβέρνηση για συμπληρωματικά στοιχεία της δικογραφίας, της συγκεκριμένης για τα Τέμπη, πάνω στην οποία στη συνέχεια το ΠΑΣΟΚ έκανε πρόταση για σύσταση Προκαταρκτικής εξέτασης και αναφερόταν ρητώς ο κ. Παππάς, μπροστά στον κύριο Ανδρουλάκη, για τα συμπληρωματικά στοιχεία τα οποία ήρθαν στη Βουλή και στη συνέχεια ο κ. Ανδρουλάκης και μια σειρά από στελέχη του ΠΑΣΟΚ, συκοφάντησαν τον κ. Τασούλα, τους αποδόμησαν στελέχη του ΣΥΡΙΖΑ και το ίδιο το video και έχουν περάσει δύο μέρες κ. Τσίμα και μια συγνώμη δεν έχει πει. Μια εξήγηση δεν έχει δώσει. Αυτή είναι μια από τις πτυχές που αποδεικνύουν την εργαλειοποίηση.
Πλέον, δυστυχώς το ΠΑΣΟΚ, το οποίο είναι ένα κόμμα το οποίο δεν είχε τέτοια ιστορία. Το ΠΑΣΟΚ δεν είχε περάσει στην απέναντι όχθη του λαϊκισμού και της εργαλειοποίησης, γιατί δυστυχώς κ. Τσίμα η εργαλειοποίηση δεν ξεκινάει ως φαινόμενο να παρατηρείται στη χώρα μας πάνω στο τραγικό δυστύχημα των Τεμπών και στην εκμετάλλευση του πόνου των συγγενών. Έχουμε δει εργαλειοποίηση και άλλων ζητημάτων, από κόμματα τα οποία δημιουργήθηκαν με την αλήστου μνήμης φράση «όταν δεν υπάρχει κρίση, δεν θα έχουμε ευκαιρία». Βασικά «η κρίση είναι μια ευκαιρία». Το θυμάστε αυτό στο παρελθόν; Το ΠΑΣΟΚ η αλήθεια είναι ότι ήταν στην άλλη πλευρά. Ήταν στην πλευρά τα προηγούμενα χρόνια που κράτησε μαζί με τη Νέα Δημοκρατία την Ελλάδα στην Ευρώπη.
ΓΙΑ ΤΗΝ ΠΡΟΤΑΣΗ ΑΛΙΒΙΖΑΤΟΥ
Εγώ σέβομαι τις προτάσεις αυτές, ειδικά όταν προέρχονται από έγκριτους νομικούς με αυξημένο κύρος. Εγώ θα σας πω, όμως, ότι δεν είναι όλα ίδια με βάση και το απαντώ αυτό γιατί έχει να κάνει πάρα πολύ με το πιο είναι το κατηγορητήριο. Δηλαδή, ποια είναι η πρόταση. Αυτή τη στιγμή αν διαβάσει κανείς – και μιλώ περισσότερο ως νομικός και λιγότερο ως Εκπρόσωπος της Κυβέρνησης – την πρόταση του ΠΑΣΟΚ, δεν βρίσκει ούτε ένα στοιχείο ούτε μία μαρτυρία και βρίσκει και μία αιτίαση που θα κριθεί – εμείς δεν προδικάζουμε το αποτέλεσμα – θα κριθεί με βάση και την εξέλιξη της διαδικασίας. Η οποία τι λέει στην πραγματικότητα; Ότι ένας άνθρωπος έκανε συγκάλυψη με δόλο – γιατί συγκάλυψη χωρίς δόλο δεν υπάρχει, δεν μπορείς να συγκαλύψεις κάτι εξ αμελείας, το αντιλαμβάνεστε – με την ψυχική συνδρομή του στο σημείο, σε μια άτυπη συνάντηση.
ΓΙΑ ΤΟ ΑΝ ΠΡΕΠΕΙ ΝΑ ΑΞΙΟΛΟΓΗΘΕΙ ΑΥΤΟ ΑΠΟ ΕΝΑ ΔΙΚΑΣΤΙΚΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ
Γιατί δεν είναι κάτι το οποίο προέρχεται από τη Δικαιοσύνη. Δεν είναι, δηλαδή, μία διατύπωση της Δικαιοσύνης, η οποία σταματάει πάνω σε αυτή τη διατύπωση και φέρνει αμελητί τη δικογραφία στη Βουλή και η Βουλή οφείλει, κατ’ εμέ, σε αυτές τις περιπτώσεις να διευκολύνει τη Δικαιοσύνη. Εδώ είναι μία δικογραφία, η οποία αναφερόταν, ένα κατηγορητήριο, σε τέσσερα άλλα πρόσωπα και έρχεται το ΠΑΣΟΚ, πατώντας πάνω σε μία αναφορά του κ. Τριαντόπουλου, όχι, όμως, σε μία αναφορά ως προς την ευθύνη και επεκτείνει το συγκεκριμένο κατηγορητήριο με αξιολογική κρίση του ΠΑΣΟΚ, όχι της Δικαιοσύνης, στον κ. Τριαντόπουλο. Εδώ, είναι δουλειά, λοιπόν, να αξιολογήσει η Βουλή αν αυτή η επέκταση νομικά και ουσιαστικά, βασίζεται σε πραγματικά δεδομένα.
Για μένα το σημαντικότερο είναι να καταλάβουμε – γνώμη μου ταπεινή, δεν κάνω υποδείξεις σε κανέναν από τα υπόλοιπα κόμματα – ότι η δουλειά η δικιά μας είναι να συζητάμε τι έχει γίνει στον σιδηρόδρομο από το 2023 μέχρι σήμερα, τι άλλο θέλουμε εμείς να κάνουμε μέχρι το 2027, πόσους έχουμε προσλάβει, τι έχουμε κάνει με την τηλεδιοίκηση. Μπορώ να σας τα απαντήσω αυτά σημείο-σημείο. Και, βέβαια, αν υπάρχει κάτι που η Δικαιοσύνη έχει ζητήσει από την Κυβέρνηση ή από την κυβερνητική πλειοψηφία – αναφέρομαι στην εκτελεστική ή τη νομοθετική εξουσία – και η Κυβέρνηση έχει πει όχι. Να σας πω ποια είναι η απάντηση; Τίποτα δεν είναι αυτό που έχει ζητήσει η Δικαιοσύνη και η υποτιθέμενα «κακή κυβέρνηση» που θέλει να συγκαλύψει – αυτή είναι η αιτίαση – έχει πει όχι. Το αντίθετο. Ό,τι έχει ζητήσει η Δικαιοσύνη, είτε νομοθετικά, είτε μέσω εγγράφων, είτε οτιδήποτε, έχει δοθεί.
ΓΙΑ ΤΗΝ «ΚΡΙΣΗ ΕΜΠΙΣΤΟΣΥΝΗΣ» ΑΠΕΝΑΝΤΙ ΣΤΗΝ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗ
Η αντίδραση πρέπει να είναι ισχυρή και θεσμική και στοιχεία που προκύπτουν εκ των υστέρων δείχνουν ότι δεν πρέπει να βιαζόμαστε. Δύο χρόνια τώρα, η απάντηση είναι μία: Δικαιοσύνη για όλους. Από τη Δικαιοσύνη χωρίς αστερίσκους.
ΓΙΑ ΤΟ ΑΝ ΓΝΩΡΙΖΕ Ο ΠΡΩΘΥΠΟΥΡΓΟΣ ΤΙ ΠΕΡΙΕΙΧΕ Η ΑΜΑΞΟΣΤΟΙΧΙΑ
Για να κλείσω και να μην το αφήσω αναπάντητο αυτό για τον Πρωθυπουργό. Ο Πρωθυπουργός δεν ήρθε δύο – τρεις εβδομάδες πριν να πει ότι δεν μπορεί να γνωρίζει τι περιείχε η εμπορική αμαξοστοιχία. Και, μάλιστα, όπως βλέπετε και από τα νέα δεδομένα, αν αποδειχθούν γνήσια, δεν πρέπει να βιαζόμαστε. Ο Πρωθυπουργός είπε ότι θα τα απαντήσει όλα η Δικαιοσύνη. Αλλά αυτό το είχε απαντήσει και έναν χρόνο πριν, σε συνέντευξή του στον ΑΝΤ1, στον κ. Παπαδάκη και την κυρία Αναστασοπούλου, ακριβώς με τον ίδιο τρόπο. Κάποιοι έναν χρόνο μετά την περσυνή του συνέντευξη και δύο χρόνια μετά την πρώτη του συνέντευξη, ανακάλυψαν αναστροφή 180 μοιρών, ενώ δεν είναι έτσι. Η ενημέρωση που είχε τις πρώτες ημέρες, ήταν η ενημέρωση που είχε και η Βουλή από την Hellenic Train. Εάν είχε δόλο συγκάλυψης, δεν θα έλεγε με την πρώτη ευκαιρία, σε μια συνέντευξή του κάποιους μήνες μετά, το εντελώς αντίθετο. Όλα αυτά τι δείχνουν; Ότι είναι μία δυναμική διαδικασία, μία πολύ σύνθετη νομική διαδικασία, την οποία την κάνουν, ως έχουν καθήκον, ο ανακριτής και η εισαγγελέας. Ας τους αφήσουμε, όπως σε όλα τα πολιτισμένα κράτη, να κάνουν τη δουλειά τους και ας μην πολιτικοποιούμε μία πολύ σοβαρή υπόθεση, που όλοι θέλουμε την αλήθεια, κυρίως οι συγγενείς των θυμάτων.